Μια φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις!!!
Επειδή ο καθένας μπορεί να γράφει ότι θέλει και να παρουσιάζει δήθεν διαλόγους χρησιμοποιώντας ονόματα αυθαίρετα και με περισσή θρασυδειλία , μαγειρεύοντας τα και φτιάχνοντας τα στα μέτρα του η απάντηση μου είναι :
Μία φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις! ...και ο ουρανός του Νικήτα κάθε άλλο παρά καθαρός είναι!

...συνεχίζεται!

H ενημέρωση αυτή έχει σταλεί και στο troktiko αλλά και σε πολλά άλλα ανάλογα blogs για να λάμψει η αλήθεια!
***Αυτό που θα δείτε και θα διαβάσετε είναι αυστηρώς ακατάλληλο όχι μόνο για ανηλίκους αλλά και για όσους αηδιάζουν στη θέα του ακραίως πρόστυχου! Αυτοί καλύτερα να αποφύγουν να ανοίξουν τα links!

25 Αυγούστου 2010

Ο λύκος και η νεράιδα της λίμνης

 Ένα χειμωνιάτικο βράδυ. σε μια λίμνη σκαρφαλωμένη στα βουνά, έφτασε ένας λύκος οδηγημένος από την πείνα και τους περίεργους θορύβους που άκουγε. Αν και λύκος ήταν μοναχικός. Του άρεσε από καιρό σε καιρό να εγκαταλείπει την αγέλη του και να γυρίζει στα βουνά μονάχος , να ανακαλύπτει ομορφιές και να γνωρίζει νέους τόπους.

Είχε ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το φεγγάρι ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης, φωτίζοντας και την γύρω της περιοχή. Τα αστέρια, χλωμά μπροστά στην λάμψη του φεγγαριού, αντανακλούσαν το φως τους σαν παιχνίδισμα στην επιφάνεια του νερού και το έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια, όπου υπήρχε κίνηση. Στην αρχή ο λύκος νόμιζε πως το παιχνίδισμα ήταν που του τράβηξε την προσοχή, κοιτώντας όμως καλύτερα, διέκρινε μικρές σκιές ανάμεσα στις καλαμιές, ενώ στα αυτιά του έφτασε ο ήχος από πνιχτά γέλια.

Περίεργος και επιφυλακτικός πλησίασε προσεκτικά για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Και τότε τις είδε. Νεαρές νεράιδες του γλυκού νερού με ξέπλεκα τα μακριά τους μαλλιά, μαζεμένες σε κύκλο και με τα χέρια πλεγμένα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ήταν ντυμένες με φύλλα και πέταλα λουλουδιών και δέντρων κι έτσι όπως στροβιλιζόταν, θύμιζαν πολύχρωμο μπουκέτο, που ο αέρας έφερνε στην ευαίσθητη μύτη του, το γλυκό και μεθυστικό άρωμά τους. Έμεινε ακίνητος, μαγεμένος από το θέαμα και περίεργος να δει τι θα γίνει στην συνέχεια.

Οι νεραϊδούλες λύνοντας τον κύκλο, άφησαν άτακτα τα λουλουδένια φορέματά τους στις καλαμιές και η μία μετά την άλλη βούτηξαν στα κρύα νερά της λίμνης. Έμεινε να τις κοιτάζει καθώς ξεμάκραιναν, με τα ξανθά, κόκκινα και καστανά μαλλιά τους να επιπλέουν γύρω τους σαν φύκια, ενώ το σεληνόφως ασήμιζε τα φτερά τους. Αυτές κολυμπούσαν βιαστικά, κυνηγώντας η καθεμία , το αντικαθρέφτισμα από ένα διαφορετικό αστέρι και φτάνοντας στο κέντρο του, εξαφανιζόταν από την επιφάνεια του νερού.

Τότε άκουσε το κλάμα. Γύρισε ξαφνιασμένος ψάχνοντας την πηγή του. Στην όχθη της λίμνης, δίπλα στο σωρό με τα λουλουδένια φορέματα, ήταν μια νεράιδα, που έκλαιγε με λυγμούς . Την παρατήρησε και πρόσεξε πως ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ήταν ψηλή και μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν την νύχτα, τα φτερά της ήταν μικρά και το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από τσουκνιδόφυλλα. 

Προσπαθώντας να μην την τρομάξει , πλησίασε αργά και σταθερά προς το μέρος της. Η νεράιδα νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς ίχνος φόβου. Κοιτάζοντας τα μαύρα μάτια της , που έλαμπαν ακόμα από τα δάκρυα, την ρώτησε με απαλή φωνή τι της συμβαίνει και γιατί δεν ακολούθησε τις υπόλοιπες. 

Αυτή προχώρησε και κάθισε στην άκρη της λίμνης βουτώντας τα ξυπόλυτα πόδια της στο νερό. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της. Κοιτώντας προς το φεγγάρι άρχισε να διηγείται με φωνή μονότονη και κουρασμένη πως έχασε το δικαίωμα , που έχουν όλες οι νεράιδες του γλυκού νερού, να ανανεώνεται κάθε πανσέληνο και να μένει άφθαρτη, γιατί επέτρεψε σ’ έναν άνθρωπο να την δει γυμνή, χωρίς να του πάρει ούτε την μιλιά, ούτε την καρδιά , όπως ήταν γραμμένο στους κανόνες των ξωτικών, εδώ και αιώνες.


Ο λύκος την κοίταξε δείχνοντας τα δόντια του, που έλαμψαν και της είπε πως όλες οι αγέλες θέλουν υποτακτικούς και πάντα τους απειλούν με τον χαμένο παράδεισο. «Θέλει δύναμη και παρρησία για να μην συμφωνείς με αυτό που λέει ο αρχηγός, όποιος κι αν είναι αυτός, και να προχωρήσεις μόνος σου. Έχεις τσαγανό, μικρή μου κι αυτό πρέπει οι άλλοι να μάθουν να το υπολογίζουν και να το φοβούνται. Κι όσοι δεν το φοβούνται να το σέβονται».

Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια για μια ατελείωτη στιγμή και βάλανε τα γέλια. Γελούσαν για ώρα πολύ κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ενώ το πρώτο φως της αυγής έβαφε τον ουρανό, ο λύκος την ρώτησε για το περίεργο φόρεμά της. Η νεράιδα του είπε πως το φως του ήλιου θα κάψει τα φτερά της κι ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο. Του ζήτησε να έρθει το επόμενο βράδυ για να του πει την υπόλοιπη ιστορία κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε γρήγορα μακριά.

Η μέρα πέρασε αργά και για τους δύο. Η ελπίδα πως θα νικήσουν την μοναξιά φώλιασε στην καρδιά τους και περίμεναν με αδημονία να δύσει ο ήλιος για να βρεθούν ξανά. Μόλις σουρούπωσε ο λύκος κίνησε για την λίμνη. Πήγαινε αργά προσπαθώντας να μην δείξει την ανυπομονησία του. Η καχύποπτη φύση του τον έκανε να σκέφτεται πως η νεράιδα παίζει κάποιο παιχνίδι και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα αμυνθεί αν τελικά είναι κάποιο κόλπο.

Την βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, που είχαν αποχαιρετιστεί το πρωί. Του χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Τον χάιδεψε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την ζεστασιά του. Ο λύκος έμεινε ακίνητος . Γύρισε το κεφάλι και την δάγκωσε απαλά ζητώντας της να συνεχίσει την ιστορία. 

Του είπε πως οι νεράιδες φτιάχνουν φορέματα με τα λουλούδια και τα φυτά, που ανθίζουν μέσα τους. Ο άνθρωπος , που επέτρεψε να την δει γυμνή, της ζήτησε ένα δώρο. Κι αυτή μην έχοντας τίποτα άλλο να του δώσει, έβγαλε το φόρεμα με τα ροδοπέταλα που φορούσε και του το έδωσε. Αυτός ,ενώ πρόθυμα το δέχτηκε, έφυγε και δεν γύρισε πίσω ποτέ πια. Κι αυτή, το μόνο που βρήκε ψάχνοντας στην καρδιά της για να καλύψει την γύμνια της , ήταν τα τσουκνιδόφυλλα. Αυτό το νέο φόρεμα δεν μπόρεσε να το βγάλει από πάνω της ,όσο κι αν την πονούσε, γιατί είχε κολλήσει στο δέρμα της και ο κήπος της καρδιάς της σταμάτησε να ανθίζει.

Ο λύκος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Της είπε πως θα την βοηθήσει να βγάλει το φόρεμα με τις τσουκνίδες κι άρχισε να τραβάει με τα δόντια του ένα-ένα τα κολλημένα φύλλα. Η γλώσσα του γέμισε φουσκάλες, που τον έτσουζαν και τον πονούσαν, αλλά αυτός συνέχισε να τραβάει αποκαλύπτοντας σταδιακά το γυμνό κορμί της. Η νεράιδα δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν ένιωσε τα δόντια του στην σάρκα της. Ήξερε πως το έκανε για το καλό της. Αλλά δεν παρέλειψε να του χτυπήσει ανάλαφρα την μουσούδα, ώστε να είναι σίγουρη πως δεν θα ξεχαστεί. 

Το ίδιο συνεχίστηκε πολλά βράδια. Κι όσο το κορμί της νεράιδας απελευθερωνόταν από τα πράσινα δεσμά του, τόσο περισσότερο ο λύκος έμενε σιωπηλός. Σταμάτησε να του χτυπάει την μουσούδα και να παίζει μαζί του. Κοιτούσε την εικόνα της στον καθρέφτισμα της λίμνης και μετά στα μάτια του λύκου. Χαμήλωνε αμέσως το βλέμμα κι άρχιζε να του λέει ιστορίες, χωρίς να είναι βέβαιη πια αν την ακούει και μην τολμώντας να τον διακόψει.

Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, τα τσουκνιδόφυλλα τελείωσαν όλα. Η νεράιδα, γυμνή, αλλά χαρούμενη, κοίταξε τον λύκο, τον αγκάλιασε και του είπε να ζητήσει ό,τι θέλει για αμοιβή κι αυτή θα του το έδινε χωρίς σκέψη. Αυτός κοιτώντας την με μάτια αγριεμένα απάντησε πως δεν θέλει τίποτα από αυτήν. Κι ότι ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούνε. Αυτή συγκρατώντας τα δάκριά της του ζήτησε να έρθει για ακόμα ένα βράδυ. «Θέλω να δεις το νέο μου φόρεμα» του είπε «και να με δεις επιτέλους να χορεύω». 

Την άλλη μέρα είχε πανσέληνο, όπως τότε που πρωτογνωριστήκαν. Ο λύκος πήγε στο γνωστό μέρος, αλλά δεν την είδε. Παραξενεμένος κοίταξε γύρω του ψάχνοντας τα ίχνη της. Κοιτώντας προς τις καλαμιές, την είδε. Φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα, φτιαγμένο από χιλιάδες πέταλα παπαρούνων, τον περίμενε κοιτώντας τον μετά από καιρό κατάματα.
Άρχισε να χορεύει κι ενώ στροβιλιζόταν γύρω τόσο γρήγορα, που φάνταζε σαν τρεμάμενη φλόγα, την άκουσε για πρώτη φορά να τραγουδάει. Μαγεμένος κάθισε για να παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση την ειδικά αφιερωμένη σε εκείνον. Κι ενώ ένα χαμόγελο έσκασε μετά από καιρό στα χείλη του, ένιωσε να πέφτει επάνω του ένα υγρό φύλλο.
Την είδε να βγάζει από πάνω της τα κόκκινα πέταλα και να τα πετάει προς το μέρος του χωρίς να σταματάει να χορεύει και να τραγουδάει.
«Για σένα αγάπη μου, κι ας μην τα ζήτησες ποτέ.
Για σένα αγάπη μου, κι ας μην κρατήσεις ούτε ένα.
Για σένα αγάπη μου, κι ας με ξεχάσεις αύριο».

Κι όσο ο σωρός μεγάλωνε κι το σώμα της γυμνωνόταν, άρχισε να βλέπει πως από κάτω είχε άλλα φύλλα, κατακόκκινα κι αυτά. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν τσουκνιδόφυλλα , ποτισμένα στο αίμα.

Ο λύκος δίστασε για μια στιγμή. Και μετά πήδηξε επάνω της να την σταματήσει. Την έριξε κάτω, πάνω στον κόκκινο σωρό και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει με τα πόδια και τα δόντια του. Κι ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στη γη , έμεινε λαχανιασμένος να την κοιτάει. 

Τα φτερά της νεράιδας κάηκαν στην στιγμή αφήνοντας στο έδαφος ένα σημάδι σαν πρωινή πάχνη. Οι πληγές στο κορμί της έκλεισαν. Κι ενώ οι ματιές τους αντάμωναν ξανά , το σώμα της τυλίχτηκε με άσπρα ροδοπέταλα. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο, πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στον μυρωμένο της λαιμό. 

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Κάποιοι παρατηρητές παρακολουθώντας έναν μοναχικό λύκο, οδηγήθηκαν σε μια απομονωνόμενη λίμνη. Τον είδαν να πηγαίνει στις καλαμιές και τον ακολούθησαν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από παπαρούνες κι έτσι όπως γύρισε να τους κοιτάξει, είδαν πως στο στέρνο του είχε ένα περίεργο άσπρο σημάδι, που θύμιζε τριαντάφυλλο…


Από τα παραμύθια της Φωτεινής

10 Αυγούστου 2010

Η νεράιδα της λίμνης Κουρνά

Ένας Θρύλος που εξιστορεί για τη βασιλοπούλα που έγινε νεράιδα και χάθηκε για πάντα σε μια λιμνοθάλασσα όπως ήτανε άλλωστε η «προσταγή» της ….


Κάποτε λοιπόν στο μέρος που υπάρχει σήμερα η λίμνη Κουρνά , υπήρχε μία ολόκληρη πολιτεία . Οι άνθρωποι ζούσαν στα χρόνια εκείνα ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Τα σπίτια τους έμοιαζαν με αρχοντικά , τα γέλια των παιδιών και τα τραγούδια των νέων ακούγονταν στις πλατείες και στους δρόμους. Μια πεντάμορφη κοπέλα ζούσε σε εκείνο το χωριό. Το χωριό την είχε σε καμάρι του , μια και όμοιά της δεν υπήρχε πουθενά . Είχε μία παράξενη έλξη επάνω της , έλεγες ότι ίσως και να ήταν η ίδια η θεά της ομορφιάς .

Πολλοί είχαν μάθει γι αυτή την όμορφη κόρη και θέλησαν να τη γνωρίσουν , να τη χαιρετήσουν , και να θαυμάσουν από κοντά την ομορφιά που δεν μπορούσαν τα χείλη να πούνε με λόγια . Μα το παράξενο ήταν , όποιος γνώριζε αυτή τη πανώρια κόρη , λησμονούσε το τόπο του , λησμονούσε τη καταγωγή του , λησμονούσε τους φίλους και τους γονείς του , και θεωρούτανε μαγεμένος από δαύτη την ομορφιά .

Κάποτε η κόρη θέλησε να ταξιδέψει , και να γνωρίσει κι άλλους τόπους , κι άλλα μέρη. Όλο το χωριό βυθίστηκε στο πένθος λέγοντας της να μείνει , μα η κόρη δεν δέχτηκε . Τους υποσχέθηκε όμως ότι θα γυρίσει σύντομα κοντά τους . Οι κάτοικοι όμως δεν την πίστεψαν κι έτσι αποφάσισαν να τη συνοδέψει κάποιος για να πάρουν μετά το δρόμο του γυρισμού μαζί. Έτσι κι έγινε .

Έφτασε λοιπόν η μέρα του αποχωρισμού και όλοι οι κάτοικοι μαζεύτηκαν για να χαιρετήσουν τη πανώρια κόρη .

Ήρθε η ώρα κι η στιγμή που η πανώρια κόρη μαζί με ένα κάτοικο του χωριού είχαν ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι . Βάδιζαν αργά στο δρόμο αμίλητοι , ενώ η κόρη παρατηρούσε με μανία και θαυμασμό τις ομορφιές που έβλεπε για πρώτη φορά . Λίγο πιο έξω από το χωριό , ήταν μια πηγή . Αποφάσισαν να καθίσουν να ξεκουραστούν , μια και ο δρόμος ήταν ανηφορικός και δύσκολος . Ο γέρος συνοδός της σηκώθηκε κάποια στιγμή και της πρότεινε να συνεχίσουν αλλά η κόρη τον παρακάλεσε να καθίσουν λίγο για να προλάβει να πλυθεί και να χτενιστεί .

Η κόρη άρχισε να ξεπλέκει τα κατάξανθα μαλλιά της . Μα έτσι καθώς τα ξέπλεξε και χύθηκαν πάνω στους ώμους της στο φώς , θαρρείς πως έπεσε χρυσάφι στα μάτια του γέρου συνοδού της . Τα μάτια του θόλωσαν και άρχισε να βλέπει την πανώρια κόρη με «κακό μάτι» . Ένα μάτι όχι αγάπης και καλοσύνης όπως έκανε άλλες φορές , αλλά ένα μάτι ύπουλο , σαν θηρίο ανήμερο που ήταν έτοιμο να τη κατασπαράξει .

Η κόρη φοβήθηκε με την αντίδραση του γέρου συνοδού της και πριν προλάβει να την πλησιάσει και να κινηθεί προς το μέρος της , η πανώρια κόρη άρχισε να φωνάζει με κλάματα και λυγμούς είπε σπαραχτικά :
«Βούλα και βουλόλιμνα κι εγώ στοιχειό στη λίμνα»

Τη στιγμή εκείνη όλος ο τόπος βούλιαξε κι έγινε λίμνη . Ενώ η κόρη έγινε νεράιδα . Κάποιοι , λένε ότι την έχουν δει , στη μέση της λίμνης , να πλένεται να λούζεται δίπλα σε μια πηγή. Άλλοι λένε πως όποιος πιστεύει στο Θρύλο μπορεί και τη βλέπει και νύχτα , να γλιστράει στα γυάλινα νερά , να κολυμπάει να λούζει τα κατάξανθα μαλλιά της , να πλημμυρίζουν τα νερά της λίμνης με φώς ……….

Μονάχα όταν ο άνεμος φουσκώνει τα νερά της λίμνης , και γίνονται ορμητικά και άγρια τότε μόνο η κόρη κάθεται στα βαθιά και πλέκει , γνέθει , υφαίνει στον αργαλειό της , σιγομιλάει μόνη της , τραγουδάει περίλυπα τραγούδια , πολλές φορές κλαίει για την μοίρα που διάλεξε η ίδια ……..
Πολλές φορές οι κάτοικοι , βλέπουν πάνω στη λίμνη σαν να πέφτουν στάλες βροχής , χωρίς να βρέχει …. Λένε πως είναι τα δάκρυα της νεράιδας …… Ποιος ξέρει όμως άραγε…..

Λίμνη του Κουρνά στα Χανιά

7 Αυγούστου 2010

ΑνΑκΑλΥπΤοΝτΑς ...Ενεργειακές Τέχνες

Άρθρο της: Λιάνας Τελειώνη 
(Reconnective Healing and The Reconnection Practitioner)

Η Εμπειρία της Επανασύνδεσης.
The Reconnection

H Eπανασύνδεση του δρ. Έρικ Περλ, είναι μια ενεργειακή θεραπευτική εξισορρόπηση, που γίνεται μια φορά στη ζωή μας.

Μας επανασυνδέει με την ολότητα του σύμπαντος και με την ολότητα της ύπαρξης μας. Η θεραπεία που μεταδίδεται μέσω της ενέργειας, απομακρύνει κάθε εμπόδιο ή παρεμβολή που μας κρατάει χωριστά από την τελειότητα του σύμπαντος, ενώ ταυτόχρονα αφορά την εξέλιξη μας.

Η ανθρωπότητα έχει αποσυνδεθεί από τις ενεργειακές γραμμές που μας συντονίζουν με το σώμα μας, τα ενεργειακά πεδία των άλλων, τους μεσημβρινούς του πλανήτη και το ενεργειακό δικτύωμα του σύμπαντος. Όταν υπάρχει αυτός ο συντονισμός, αυτή η ολότητα, έρχεται η πραγματική, εξελικτική θεραπεία.

Ευτυχώς βρισκόμαστε σε μια περίοδο στην ιστορία της Γης, που παρατηρείτε στην ανθρώπινη συνείδηση μια επιστροφή στην αυθεντική μας αίσθηση. Αυτή την αναζήτηση έρχεται να υποστηρίξει η κβαντική φυσική, η οποία αποκαλύπτει τις απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπου πάνω στην ύλη και την ενέργεια, φτάνοντας στα πιο βαθιά επίπεδα της ύπαρξης του.

Η Επανασύνδεση, μας πηγαίνει πίσω, στις εσωτερικές μας αναμνήσεις και μας ενώνει μα την αυθεντική αίσθηση της βαθιάς μας σύνδεσης με τη ζωή. Ταυτόχρονα πάμε μπροστά σε κάτι νέο. Από αυτή την ολότητα έρχεται η πραγματική εξελικτική θεραπεία.
Σκοπός της δεν είναι μόνο η θεραπεία αλλά η εναρμόνηση σώματος-νου-πνεύματος, και η εξέλιξή μας.

Φωτίζει το προσωπικό μας μονοπάτι και μας οδηγεί στο σκοπό της ζωής μας.

Η Επανασύνδεση, επανασυνδέει τους μεσημβρινούς του σώματος μας μεταξύ τους, με τα ενεργειακά πεδία των άλλων γύρω μας, ταυτόχρονα με τους μεσημβρινούς της Γης, και από εκεί με το ενεργειακό δικτύωμα του σύμπαντος. Η Επανασύνδεση αυτή δημιουργεί νέους άξονες, οι οποίοι είναι μέρος ενός συστήματος παράλληλων διαστάσεων που λειτουργεί σε κύκλους και αντλούν τη βασική ενέργεια για την ανανέωση του σώματος σε επίπεδο DNA.

Το αποτέλεσμα είναι η ελεύθερη ανταλλαγή πληροφοριών και φωτός. Βοηθάει στην ευρύτερη θεραπεία, και την εξέλιξη μας. Γινόμαστε πιο ευέλικτοι στις αλλαγές, πιο συντονισμένοι με τις πλανητικές ενέργειες. Ανθίζει η διαίσθηση μας, ερχόμαστε σε επαφή με υψηλές μορφές ύπαρξης, διευρύνοντας την αντίληψη και τη συνειδητότητα μας.

Ανοίγει νέους δρόμους και τρόπους, μας «σπρώχνει» να είμαστε σε σύνδεση με τον αληθινό θεικό εαυτό μας, να μένουμε στο κέντρο μας.
Βοηθάει οτιδήποτε άλλο κάνουμε, ανεβάζοντας τις δονήσεις μας στα υψηλότερα επίπεδα.

Πολλοί θεραπευτές, αλλά και δάσκαλοι από διάφορες εναλλακτικές θεραπείες, κάνουν την Επανασύνδεση, για δική τους ενδυνάμωση, βοηθώντας έτσι, τόσο τον εαυτό τους, όσο και το περιβάλλον τους!

Είναι καλό - χωρίς να είναι απαραίτητο- να γίνονται 1-3 Επανασυνδετικές Θεραπείες πριν την Επανασύνδεση, αφού προετοιμάζουν το σώμα, το νου και το πνεύμα, για τη σημαντική αυτή διαδικασία.

Kάποιες φορές μας δείχνονται νέοι δρόμοι, κάποιες φορές έχουμε τη δύναμη να τους ακολουθήσουμε!
Δρ. Έρικ Περλ

Ο δρ Έρικ Περλ εγκατέλειψε την επιτυχημένη καριέρα του ως οστεοπαθητικός και ξεκίνησε μια πολύχρονη έρευνα για να εξηγήσει και να καταλάβει αυτή την νέα ενέργεια. Έγινε υποκείμενο μελέτης σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα όπως το UCLA, το πανεπιστήμιο της Μινεσότα και της Αριζόνα. Έγκριτες εφημερίδες και περιοδικά όπως οι New York Times έχουν αναφερθεί στο έργο και τη φιλοσοφία του.

Τα τελευταία χρόνια ταξιδεύει 40 εβδομάδες το χρόνο σε όλο τον κόσμο μεταδίδοντας και διδάσκοντας τις πληροφορίες της θεραπευτικής Επανασυνδετικής διαδικασίας. Μέχρι σήμερα έχει διδάξει 30.000 θεραπευτές σε 40 χώρες. Στην Ελλάδα δίδαξε την Επανασυνδετική Θεραπεία και την Επανασύνδεση για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2007. Μέχρι τώρα είναι ο μόνος αρμόδιος για να προσφέρει εκπαίδευση του Reconnective Healing και του Reconnection.

Ο δρ Έρικ Περλ πιστεύει, ότι οι άνθρωποι ανήκουν σε μία από τις εξής τρεις κατηγορίες: αυτούς που δεν πιστεύουν σε τίποτα πέρα από τις βασικές τους πέντε αισθήσεις, αυτούς που είναι ανοιχτοί στην πιθανότητα να υπάρχει κάτι πέρα από τις αισθήσεις, κι αυτούς που πιστεύουν οριστικά ότι υπάρχει κάτι παραπάνω.
Τον εαυτό του τον τοποθετεί σε μία τέταρτη και μικρότερη κατηγορία: αυτούς που γνωρίζουν ότι υπάρχει κάτι παραπέρα…

2 Αυγούστου 2010

Η νεράιδα της Μάνης

του Γιώργου Φτέρη




     Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης μπαίνοντας από το τυροκομείο στο σπίτι, άρπαξε ένα σκαμνί κι έκατσε κοντά στο σοφρά που τούχε στρωμένον η μάνα του.
 -"Ν' ανάψω το φως;" τον ρώτησε κείνη. "Σκοτίδιασε"!

    Δεν της αποκρίθη. Αλλά η μάνα ήξερε τα χούγια του γιού της. 'Αμα δεν της αποκρινόταν της έδινε συγκατάθεση. Έτσι κι ο πατέρας του, έτσι κι ο πάππος του, δεν τόχαν εύκολο το "ναι" σα να ντρεπόντανε, από περηφάνεια. 'Αγγιξε με την άκρη του μαύρου τσεμπεριού το βλέφαρό της, όπως έκανε πάντα, σα να δάκρυζε, κάθε φορά που θυμότανε τους πεθαμένους, τους αραχνιασμένους ανθρώπους. Έπειτα πέρασε στη φωτογωνιά, άναψε το λυχνάρι, το γέμισε λάδι με το ρογί και του τόφερε. Η μικρή χρυσή φλόγα του φώτισε την πεντάλφα του λυχνοστάτη, το αμπάρι που ήταν γεμάτο λούπινα και καρπό, την κόρδα με τα κρεμμύδια και το πρόσωπο του Μαυρομιχάλη με τις άγριες μουστάκες, που τις έδενε πίσω από το ριζάφτι, σαν το Σκυλογιάννη. Η μάνα έβαλε το ψωμί, το φαΐ, το σκαμνί το δικό της κι αρχίσανε να τρώνε. 'Αξαφνα ο Μαυρομιχάλης χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο σοφρά:


 -"Δε μπορώ να καταλάβω", είπε με θυμό, "ποιος βρήκε το κουράγιο να μπει στο τυροκομείο το δικό μου! για να κλέψει τυρί. Και δεν είναι για το τυρί. Τυρί έχομε, απ' όλα έχομε, μπερκέτι. Δεν το σηκώνω όμως να με κλέβουν, να πατάνε το σπίτι μου". Γύρισε προς τη μάνα του και τη ρώτησε: "Ποιός νάναι";
 -"Τήγαρι ξέρω κι εγώ"!
 -"Από πότε κλέβουνε";
 -"Πάνε δυο μέρες και καρτέραγα να γυρίσεις από το βουνό με το κοπάδι για να στο πω". Ο άντρας έβγαλε το συμπέρασμα:
 -"Εδώ μέσα μπαίνει άνθρωπος ξένος", φώναξε απότομα, φοβεριστά, "αλλά που θα μου πάει! Θα τον πιάσω κι ας είναι και βρυκόλακας..."
     Οι δαχτυλάρες του Γιώργη του Μαυρομιχάλη παίξανε σα νάδραξαν, σα νάσφιξαν ανθρώπινο σβέρκο, ανθρώπινο καρίτζαφλα. Έπειτα ησύχασε λίγο. Μάνα και γιος ξανάρχισαν να τρώνε, να μιλάνε τρώγοντας. Είπανε για ένα βασιλικό καράβι -εγγλέζικο θάταν- που πέρασε ανοιχτά από τον Κάβο Γκρόσο. Οι Μεσομανιάτες δε χορταίνανε να το βλέπουν, ώσπου σκαπέτισε, χάθηκε πέρα στο πέλαγος. Στο Μεζάπο μάλιστα κουβεντιάστηκε πολυ και το ρεσάλτο. Είπανε να του ριχτούνε ξαφνικά του ξένου καραβιού και να το κουρσέψουνε, αλλά μετανιώσανε την τελευταία στιγμή.
 -"Δε θάχανε μπατσέρα για κούρσο!" είπε χαμογελώντας η μάνα, που τάξερε αυτά από τα παληά χρόνια, από τα νειάτα της. Και θυμήθηκε τα τραγούδια του φόβου, όπως τον ένοιωθαν τότε οι καπεταναίοι των ξένων καραβιών, κάθε φορά που ζυγώνανε τα βράχια της Μάνης:

Από τον Κάβο Ματαπά
σαράντα μίλια αλαργινά
κι από τον Κάβο Γκρόσο
σαράντα κι άλλο τόσο.

     Είπαν ύστερα για τον Αναστάση και για τον γιο του, που ο πρώτος είχε χτυπηθεί βαρειά στο κεφάλι κι ο δεύτερος ξέσκουρα στο βυζί. Τα μαντάτα τάχε φέρει ο Καλαπόθος, ο Τρικούτελος, από τη Μελτίνη, όπου κατεβήκανε οι Μπαρδουνιώτες, οι Τουρκαρβανίτες, για να πατήσουν τη Στροτζά, να κάψουνε τα μπαρούτια της. Η Μαυρομιχάλαινα σταυροκοπήθηκε, γυρίζοντας το μελαψό της πρόσωπο κατά την Ανατολή. Μάνα και γιος σωπάσανε για λίγο.
 -"Ας είναι καλά η Μάνη!" είπε ο γιος χτυπώντας το σοφρά με τη χερούκλα του. "Ας είναι καλά οι πέτρες, τα κοτρώνια της Μάνης και τα στριγγλολάγκαδα. Ακούς γρηά; Αυτά νάναι καλά και να βρίσκουμε μπαρουτόβολο για τις μπάλλες. Και λίγη ξεροκαυκάλα για φαΐ. Τίποτ' άλλο δε θέλομε. Κι από τον Πενταδαχτυλιά κι εδώθε ο Τούρκος δε θα ρίξει ρίζα ποτέ, όπως δεν έρριξε ως τώρα. Σου το δίνω γραφτό". Η μάνα μαζεύτηκε, μίκρηνε, ακούγοντάς τον. Ο Μαυρομιχάλης ανασηκώθηκε μονομιάς και καθώς ήτανε ψηλός η κούτρα του σα ν' ακούμπησε τη κορφή της κάμαρας, σα ν' άγγιξε το μεσοδόκι. "Αύριο" είπε βγαίνοντας από την πόρτα, "θα μείνω εγώ στο σπίτι και θα πας εσύ με το κοπαδι στο βουνό. Τον κλέφτη που μου παίρνει το τυρί, πρέπει να τον πιάσω".
 -"Όπως θέλεις γιε μου", ψιθύρισε η μάνα του. "Εσύ είσ' ο κάπος".
     Ήταν καλοκαίρι κι ο γιος πήγε και ξάπλωσε στο λιακό, εκεί που ξεραίνανε τα σύκα. Όλα φουρφουλίζανε γύρω-γύρω, όπως κάνουν τα δέντρα τη νύχτα, όπως κάνουν τα νερά. Ο αέρας φυσούσε δροσερός, ο θαλασσινός από τα Μοθοκόρωνα, ο στεριανός από τη μεριά του λαγκαδιού, ανάμεσα στο Κάστρο της Κελεφάς και το Βοίτυλο, κει που κοιμάται ο δράκος, ο Κάκαβος με τα φλουριά γεμάτος. Το φεγγάρι έλαμπε απάνου από την Τσίμοβα, στο Κουσκούνι, φωτίζοντας όλο το μεγάλο διάσελο, από τη Σαγγιά ως τη Μέσα Μάνη, ως εκεί που η στερνή πέτρινη καταβολάδα του Ταΰγετου πέφτει, στ' αρμυρό νερό, περνώντας ανάμεσα Μαρινάρι και Πόρτο Κάγιο. Στο πεζούλι, τα μικρά παιδιά από τα γύρω λιγοστά και σκόρπια σπίτια, παρακαλούσαν, όπως γινότανε πάντα το καλοκαίρι με το φεγγάρι, τη Μαυρομιχάλαινα:
 -"Για πες μας, για τη κουρμαδιά και για τις Νεράιδες. Πως έγινε; Που ήταν η βάρκα";
 -"Να, καρσί μας ήτανε. Εκεί που πάει να στρίψει ο δρόμος του Λιμενιού για ν' αγναντέψει το Καραβοστάσι. Στο ψήλωμα, στο μοναστήρι, εζούσε ένας καλόγερας. Κι από το μοναστήρι κατέβαινε πότε-πότε, τη νύχτα στη θάλασσα για να ρίξει τα παραγάδια. Μια τέτοια νύχτα ήρθαν οι Νεράιδες και τον πήρανε".
 -"Από που ήρθαν, κυρά";
 -"Από τα μέρη της Μπαρμπαριάς. Αποκεί έρχονται στον τόπο μας οι Νεράιδες".
 -"Κι ήταν πολλές";
 -"Τρεις. Η μια καλλίτερη από την άλλη, λουσοχτενισμένες κι οι τρεις, λιγνές, με τα χρυσά τους πασουμάκια και με τις μεγάλες άσπρες μπαμπακέλες τους, που παίζανε με τον αέρα. Η καθεμιά βάσταγε ένα κόκκινο περιστέρι στα χέρια, δικέφαλο".
 -"Με δυο κεφάλια, κυρά";
 -"Με δυο κεφάλια".
 -"Και κόκκινο";
 -"Κόκκινο, μπουγαζί, του Τρισκατάρατου, του Οξαποδώ".
 -"Και τον καλόγερα τι τον κάμανε, κυρά; Του πήρανε τη φωνή του";
 -"Όχι. Δεν του κάμανε κακό. Μια είπε στην αρχή, να τον σηκώσουν από τις αμασκάλες και να τον πετάξουν στο γιαλό. Αλλά οι δυο άλλες τον ελυπήθηκαν. Λύσαν το παλαμάρι κι εβγήκαν στ' ανοιχτά. Τράβηξαν κάτω, για την Καραβόπετρα κι έπειτα άλλαξαν ρότα, πέρασαν έξω από το Βενέτικο κι έβαλαν πλώρη για το κανάλι της Μάλτας".
 -"Και τι κάμαν οι Νεράιδες, κυρά";
 -"Η μια, η πιο μεγάλη, έπαιζε το λαβούτο της κι οι άλλες δυο, οι πιο μικρές χορεύανε και τραγουδούσανε όλη τη νύχτα. Ώσπου βγήκε τ' άστρι που διώχνει τα στοιχειά, ο αημερινός και γυρίσανε πάλι στο Λιμένι, στα Μαυρομιχαλιάνικα. Ξαναδέσανε το παλαμάρι στα βράχια και σε λίγο χαθήκαν με τα περιστέρια τους, γινήκανε καπνός".
 -"Κι ο καλόγερας";
 -"Έτριψε τα μάτια του, νομίζοντας πως καταφυγγιάστηκε, πως τάδε όλα στ' όνειρό του. Αλλά μες στη βάρκα βρήκε πούπουλα κόκκινα και κάτω από τα πούπουλα ένα παράξενο κουκούτσι. Τρόμαξε. Τα πούπουλα τα σκόρπισε στη θάλασσα και το κουκούτσι το πέταξε στην ανηφοριά. Αυτό το κουκούτσι είναι ο ψηλότερος κουρμάς που βλέπουμε στον τόπο μας, χρόνια και χρόνια".
 -"Ο πάππος μου", λέει ένας μικρός, "έχει ακουστά πως βγήκανε κουρσάροι στα βράχια μας κι είχανε και κουρμάδες μαζί τους. Κι ένα από τα κουκούτσια π' αφήσανε στο κολατσιό τους, φύτρωσε, ψήλωσε, έγινε ο κουρμάς του Λιμενιού".
 -"Τα ξέρω", είπε η Μαυρομιχάλαινα θυμωμένη, "κουρσάροι ήρθανε πολλές φορές στον τόπο μας από τη Μπαρμπαριά. Αλλά τον κουρμά τον έφεραν οι Νεράιδες..."
     Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης, δεν πήγε με το κοπάδι το άλλο πρωΐ, έστειλε στο βουνό τη μάνα του κι εκείνος έμεινε να φυλά καραούλι να πιάσει τον κλέφτη του μαντριού. Τίποτα δε φαινότανε και καθώς η ώρα προχωρούσε, γλαρώθηκε στη θέσι του. 'Αξαφνα άκουσε ανάμεσα στα βράχια τσάχαλα, πατημασιές. Με το δεξί του χέρι έπιασε την πιστόλα, το γαργάλι της πιστόλας και περίμενε. Αλλά το χέρι του πάγωσε μονομιάς, γιατί εκείνο που πρόβαλε σε λίγο δεν ήταν άνθρωπος. Ήτανε Νεράιδα. Ταμπουρώθηκε κάπου και με το μάτι περίμενε να την ξεχωρίσει πιο καλά. Η Νεράιδα πέρασε από μπροστά του κι αντίς να του πάρει τη μιλιά του χαμογέλασε κι ο άντρας με το αίμα του, με τα ψαχνά του, με τα κόκκαλά του, κατάλαβε πως ήταν γυναίκα, γλυκειά γυναίκα. Τη σήκωσε με τα χοντρά του χέρια, την πήρε και την έφερε ζαλισμένος στο σπίτι του, όπου την απόθεσε απάνου στη μεγάλη κασέλλα με την αντρομίδα και τα φαντά. Δεν ήξερε να του μιλάει, να του αποκρένεται. Ήξερε μόνο να του χαμογελά κι ο Μαυρομιχάλης δεν ήθελε τίποτ' άλλο για να την κάμει δικιά του, για να σκύψει απάνου της και να τη ρουφήξει, όπως ρουφάνε οι διψασμένοι στον αυλό της βρύσης το νερό.
     Αυτή η νια πόμοιαζε με μαλαματόβεργα, ανέβαινε από τα βράχια στο τυροκομείο κι έπαιρνε το τυρί. Δεν είχε τίποτ' άλλο για να ζήσει. Τη πήρε γυναίκα του, έκανε μαζί της πολλά παιδιά κι η Νεράιδα του Γιώργη του Μαυρομιχάλη, όπως τη λέγανε σ' όλα τα χωριά, ρίζωσε και γίνηκε Μανιάτισσα.
     Λένε, πως ήτανε κάποια βασιλοπούλα, κάποια πριγκηπέσσα από την Ιταλία, από τη Φραγκιά, που επειδή έπεσε σε μεγάλο κρίμα, έδωσε διάτα ο πατέρας της να τη σκοτώσουνε. Αλλά η μάνα της, που πονούσε το σπλάχνο της, δεν άφισε να γίνει κρίμα. Την έβαλε σ' ένα καράβι κι είπε στον καπετάνιο να την αφήσει στο πιο ξερό, στο πιο γυμνό, στο πιο έρημο μέρος που υπάρχει στη Μεσόγειο κι ο καπετάνιος την άφησε στα βράχια της Μάνης.
     Ύστερα από χρόνια, ο πατέρας της, πεθαίνοντας, ένιωσε βάρος στη συνείδησή του γιατί εσκότωσε την κόρη του. Αλλά η μητέρα τον ξαλάφρωσε αποκαλύπτοντας το μυστικό της, τούπε πως την έστειλε με καράβι μακρυά, από κείνα τα χρόνια. Την αναζητήσανε, στείλανε νέο καράβι στη Μάνη κι όταν τη βρήκανε, της είπαν να ξαναγυρίσει στον πατέρα της, που την είχε συχωρέσει, που πρόσμενε τη συχώρεσή της κι αυτός.
     Τη συχώρεση του την έστειλε, αλλά δε γύρισε, δε θέλησε να γυρίσει στον τόπο της γιατί είχε πια δεθεί με τον τόπο του αντρός της. Σ' αυτή τη γυναίκα, στο αίμα αυτής της γυναίκας, λένε πως χρωστούν οι Μαυρομιχαλαίοι την ομορφιά της ράτσας τους.

"Τη θύμηση της Μάνης,
της πέτρας και του αέρα της Μάνης,
θα τη παίρνω πάντα μαζί μου όπου πηγαίνω.
Σαν φυλαχτό..."