Μια φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις!!!
Επειδή ο καθένας μπορεί να γράφει ότι θέλει και να παρουσιάζει δήθεν διαλόγους χρησιμοποιώντας ονόματα αυθαίρετα και με περισσή θρασυδειλία , μαγειρεύοντας τα και φτιάχνοντας τα στα μέτρα του η απάντηση μου είναι :
Μία φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις! ...και ο ουρανός του Νικήτα κάθε άλλο παρά καθαρός είναι!

...συνεχίζεται!

H ενημέρωση αυτή έχει σταλεί και στο troktiko αλλά και σε πολλά άλλα ανάλογα blogs για να λάμψει η αλήθεια!
***Αυτό που θα δείτε και θα διαβάσετε είναι αυστηρώς ακατάλληλο όχι μόνο για ανηλίκους αλλά και για όσους αηδιάζουν στη θέα του ακραίως πρόστυχου! Αυτοί καλύτερα να αποφύγουν να ανοίξουν τα links!

18 Σεπτεμβρίου 2010

Η νεράιδα των Τρικάλων

Αυτή η ιστορία μιλά για το πως πήρε το όνομα του του το χωριό Νεράιδα που βρίσκεται στα βουνά των Τρικάλων και την έλεγαν οι γιαγιάδες του χωριού στα εγγόνια τους γύρω απο τα τζάκια. Σε εμένα έφτασε κάπως έτσι. Αρχίζω λοιπόν...

Πολύ παλιά στα παλιά και ψηλά βουνά ενός χωριού που το έλεγαν Γρεβενό, τα καλοκαίρια οι βοσκοί με τις φλογέρες και τα κοπάδια τους κοιμούνταν εκεί, κάτω από τα δέντρα.

Μια νύχτα που γινόταν μέρα, λίγο πριν ο ήλιος ανατείλει ένας νεαρός βοσκός ξύπνησε από γυναικεία δροσερά γέλια και αλλόκοτα τραγούδια. Ακολουθώντας τα τραγούδια έφτασε στις κοπέλες και κρυμμένος πίσω απο ένα δέντρο τις κοίταγε και είδε πως ήταν νεράιδες.
Τραγουδούσαν και χόρευαν σε κύκλους, φορούσαν μακριά ασημόχρυσα και καταπράσινα ρούχα, είχαν μακριά μαλλιά μέχρι τους αστραγάλους και στο κεφάλι τους φορούσαν μαντήλες φτιαγμένες από φύλλα αλλά γερές. 'Ηταν πανέμορφες...
Ο βοσκός θαμπώθηκε μόλις τις είδε αλλά ξεχώρισε μια απο όλες και ένιωσε πως ερωτεύτηκε.


Νεραϊδοπαρμένος πήγε γρήγορα στο σπίτι του στο χωριό και είπε στη μάνα του.
- Είδα νεράιδες να χορεύουν ξέφρενα στο βουνό και εγώ αγαπώ μια απ'αυτές. Πώς μπορώ να την κάνω δική μου;
Και η μάνα του απάντησε:
- Εκεί που θα χορεύει πήγαινε και τράβα τη μαντήλα της και μην της τη δίνεις όσο και να στη ζητάει. Χωρίς τη μαντήλα της δε θα μπορεί να φύγει και θα μείνει για πάντα κοντά σου.

Ο βοσκός έκανε ό,τι του είπε η μητέρα του. Της πήρε το μαντήλι και αυτή τον ακολούθησε παρακαλώντας τον να της τη δώσει πίσω. Ο βοσκός δεν το έκανε. Την πήγε σπίτι του και η νεράιδα αναγκάστηκε να τον παντρευτεί αφού δεν μπορούσε αλλιώς να φύγει.

Οι μέρες περνούσαν με την όμορφη νεράιδα να ζητά κάθε μέρα το μαντήλι της.
Μετά από λίγο καιρό του γέννησε ένα παιδί χαμογελαστό σαν τον ήλιο και χλωμό σαν το φεγγάρι. Όσο το παιδί ήταν ακόμα στους πρώτους του μήνες η νεράιδα είπε στο βοσκό:
- Τώρα άντρα μου δώσε μου τη μαντήλα μου γιατί έχω το παιδί και να φύγω δεν μπορώ.
Αφού ο βοσκός την έβαλε να υποσχεθεί τρεις φορές πως δεν θα φύγει από κοντά του της το έδωσε πίσω. Τότε εκείνη το φόρεσε και ξαφνικά εξαφανίστηκε.
Ωστόσω, κάθε βράδυ η νεράιδα πήγαινε στο σπίτι στο χωριό, έμπαινε κρυφά από το παράθυρο, άλλαζε, θήλαζε και νανούριζε το μωρο της, άφηνε τα άπλυτα δίπλα στην κούνια κι έφευγε ξανα. Αυτό γινόταν για πολλές νύχτες. Μια μέρα είπε ο βοσκός στη μάνα του:
- Μάνα, το μωρό το βρίσκω καθαρό, αλλαγμένο, χορτασμένο και ήσυχο και τα άπλυτα τα ρούχα κάτω. Τα βράδια μάλλον έρχεται η καλή μου και τ’αλλάζει.
Και η μάνα του αποκρίθηκε και του λέει:
- Κρύψου στο παραθύρι και όταν μπει πάρε τη μαντήλα της ξανά και αυτή τη φορά ρίξτη στη φωτιά.

Έτσι κι έκανε.
Το βράδυ καθώς έμπαινε για να περιποιηθεί τον καρπό της ο βοσκός πήρε τη μαντήλα της και μπροστά στα μάτια της αγαπημένης του την έκαψε.
- Τώρα θα μείνεις για πάντα μαζί μου.
Όμως...κανένα ξωτικό, νεράιδα ή αερικό δεν μπορεί να μείνει για πάντα φυλακισμένο και δέσμιο...

Η νεράιδα θρηνούσε για μέρες και έκλαιγε με κραυγές μεγάλες, μένοντας μακριά από το δάσος, τις αδερφές της και τα ζώα που τόσο αγαπούσε και για τόσο καιρό ήταν ένα με αυτά.
Απελπισμένη πήγε στο κεντρικό σημείο του χωριού, τραγούδησε ένα απο τα αρχαία τραγούδια των ξωτικών και ήσυχα μετά ξεψύχησε.


Εκεί φύτρωσε ένα πλατάνι που αν ποτέ επισκεφθείτε το χωριό θα το δείτε στην τωρινή πλατεία.
Από τότε το χωριό από Γρεβενό ονομάστηκε Νεράιδα.

9 Σεπτεμβρίου 2010

Η Δροσοστάλαχτη, ο νέος και οι νεράιδες

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα μακρινό τόπο ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν «Δροσοστάλαχτη». Ήταν ένα πολύ γλυκό κοριτσάκι με μακριά ξανθά μαλλιά και ροδοκόκκινα μάγουλα. Είχε όμως μια μεγάλη διαφορά από τα άλλα παιδάκια της ηλικίας της. Η Δροσοστάλακτη μπορούσε να δει τις νεράιδες που υπήρχαν στο δάσος.
Κάθε απόγευμα πήγαινε να δει τις φίλες της τις νεράιδες. Περνούσε πολύ ομορφα μαζί τους. Της λέγανε ιστορίες από την νεραϊδοχώρα, της εξιστορούσαν παραμύθια που ο χρόνος είχα ξεχάσει και της μάθαιναν τα μυστικά τους. Αλλά και από την πλευρά της η Δροσοστάλακτη έκανε ότι μπορούσε για να τις ευχαριστήσει. Μάζευε την πρωινή πάχνη από το φύλλωμα των δέντρων και τους την πρόσφερε, επειδή ήξερε πόσο τους αρέσει. Τους μετέφερε κι αυτή τις λιγοστές γνώσεις που είχε για τον κόσμο των ανθρώπων.
Έτσι πέρναγαν τα χρόνια και η Δροσοστάλαχτη μεγάλωνε, πάντα συντροφιά με τις φίλες της. Είχε σχεδόν απορρίψει τον ανθρώπινο κόσμο, γιατί είχε δει τον πόνο που της προσέφερε. Προτιμούσε λοιπόν να ζει με τα παραμύθια και τις ιστορίες από τον κόσμο των ξωτικών.
Ώσπου ένα καλοκαίρι έγινε κάτι πρωτόγνωρο. Το κορίτσι το κατάλαβε με το που μπήκε στο δάσος. Πιο πολύ το ένιωσε παρά το είδε.

Κάποιος ήταν στο δάσος. Κάποιος άλλος, ένας ξένος, καθόταν στο ξέφωτο. Φαινόταν σαν να είχε σταθεί να ξαποστάσει. Η Δροσοστάλακτη πλησίασε με προσοχή.
Και τότε τον είδε. Ήταν ένα αγόρι, το ωραιότερο που είχε δει ποτέ. Πλησίασε πιο πολύ και τον κοίταξε. Τα μάτια του είχαν ένα περίεργο, απόκοσμο βλέμμα. Σαν να μην την έβλεπαν. Σαν να ήταν αόρατη. Του μίλησε, αλλά δεν πήρε απόκριση. Τον ακούμπησε, αλλά ο νεαρός δεν αντέδρασε καθόλου. Η Δροσοστάλακτη δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί στον νεαρό. Απόμεινε να τον κοιτάζει. Και ήταν όμορφος, ότι πιο όμορφο είχε αντικρίσει στη ζωή της.
Κάθισε πολλές ώρες δίπλα του. Δίχως να μιλάει, φοβόταν ακόμα και να ανασάνει, μήπως και εξαφανιζόταν ο νεαρός. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και στο ξέφωτο ίσα που έφταναν οι τελευταίες ακτίνες του, κάνοντας την να πιστεύει πως αυτό που βλέπει δεν είναι παρά μια σκιά, ένα όνειρο.
Τότε ήταν που ήρθαν οι φίλες της, οι νεράιδες. Έτρεξε προς το μέρος τους και τους ζήτησε να βοηθήσουν το αγόρι. Να τον βγάλουν από τον αέναο ύπνο του. Εκείνες όμως γέλασαν και της είπαν ότι αυτό ήταν αδύνατο. Ότι τα όμορφα αγόρια που μπαίνουν στο δάσος αυτό παθαίνουν. Οι νεράιδες επειδή ζηλεύουν την ομορφιά τους, τους παίρνουν τα λογικά και τη μιλιά, προκειμένου να μην τους χάσουν ποτέ.
Η Δροσοστάλακτη έκλαψε, ικέτεψε τις νεράιδες να δώσουν πίσω τη ψυχή του στον νεαρό, όμως δεν γινόταν τίποτα. Είχε απελπιστεί, αλλά δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια. Ήταν σίγουρη πως κάποια λύση θα υπήρχε.

Η μεγαλύτερη των νεραϊδών της είπε: «Γιατί νοιάζεσαι τόσο; Δεν είναι παρά μόνο ένας άνθρωπος. Ανήκει κι αυτός στον κόσμο σου. Σε αυτούς που σε πληγώνουν και σε εκμεταλλεύονται. Γιατί λοιπόν ενδιαφέρεσαι να επιστρέψει στον κόσμο σας»;

Η Δροσοστάλακη της αποκρίθηκε αβίαστα: «Είδα στα μάτια του την ευγένεια, ένιωσα την καθαρότητα της ψυχής του. Δεν αξίζει τέτοια τύχη. Πρέπει να τον αφήσετε να επιστρέψει στον ανθρώπινο κόσμο. Εδώ θα είναι δυστυχισμένος. Το πνεύμα του δεν μπορεί να περιοριστεί στην νεραϊδοχώρα».

Η νεράιδα έμεινε αμίλητη και την κοιτούσε σκεπτική. Ύστερα από αρκετή ώρα της απάντησε: «Για να γίνει αυτό που ζητάς, θα πρέπει να μας δώσεις κάτι για αντάλλαγμα». Η κοπέλα την κοίταξε θαρρετά στα μάτια. Ήξερε πως το αντάλλαγμα δεν θα ήταν κάτι μικρό. «Θα κάνω ό,τι χρειάζεται», απάντησε.
«Θέλουμε το όνομά σου, κι ότι αυτό συνεπάγεται», ήρθε η απάντηση από την νεράιδα, «θέλουμε την τρυφερότητα σου, την αγάπη σου για τους άλλους, την ευαισθησία σου. Θέλουμε την ψυχή σου, προκειμένου να δώσουμε πίσω την ψυχή του αγοριού». Η Δροσοστάλακτη δεν δίστασε καθόλου. «Πάρτε ό,τι θέλετε» είπε μόνο.

Από εκείνη τη μέρα κάθε βράδυ ένας πανέμορφος άντρας τριγυρνούσε στο δάσος, ψάχνοντας μια κοπέλα, τόσο όμορφη που έμοιαζε με νεράιδα. Δεν ήξερε το πώς και το γιατί, αλλά ήταν σίγουρος πως η κοπέλα αυτή ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί. Ώσπου ένα βράδυ οι νεράιδες τους λυπήθηκαν, έβλεπαν ότι αυτό που ένωνε αυτούς τους δύο ήταν πιο δυνατό από αυτές.

Έτσι αποφάσισαν και τους έκαναν ξωτικά. Μπήκαν και οι δύο στη νεραϊδοχώρα, προκειμένου η αγάπη τους να ζήσει αιώνια.
Αγνώστου συγγραφέα