Μια φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις!!!
Επειδή ο καθένας μπορεί να γράφει ότι θέλει και να παρουσιάζει δήθεν διαλόγους χρησιμοποιώντας ονόματα αυθαίρετα και με περισσή θρασυδειλία , μαγειρεύοντας τα και φτιάχνοντας τα στα μέτρα του η απάντηση μου είναι :
Μία φωτογραφία ίσον χίλιες λέξεις! ...και ο ουρανός του Νικήτα κάθε άλλο παρά καθαρός είναι!

...συνεχίζεται!

H ενημέρωση αυτή έχει σταλεί και στο troktiko αλλά και σε πολλά άλλα ανάλογα blogs για να λάμψει η αλήθεια!
***Αυτό που θα δείτε και θα διαβάσετε είναι αυστηρώς ακατάλληλο όχι μόνο για ανηλίκους αλλά και για όσους αηδιάζουν στη θέα του ακραίως πρόστυχου! Αυτοί καλύτερα να αποφύγουν να ανοίξουν τα links!

31 Δεκεμβρίου 2010

Τα δώρα των Μάγων


Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Η Ντέλα είχε τόσο λίγα χρήματα εκείνα τα Χριστούγεννα, που σίγουρα δεν θα της έφταναν για να αγοράσει ένα δώρο στον αγαπημένο της Τζιμ. Τα μετρούσε ξανά και ξανά λες κι εκείνα θα αυξάνονταν. Κοίταξε γύρω της το φτωχικό τους δωμάτιο...κι έβαλε τα κλάματα. 
"Αύριο είναι Χριστούγεννα και τί θα πάρω στο Τζιμ?
Σ'ένα φτωχικό διαμερισματάκι μέναν με τον Τζιμ και είχαν πλούτο την αγάπη τους. Μήνες μάζευε τα χρήματα για το δώρο του Τζιμ και μαζεύτηκαν τόσο λιγοστά χρήματα που δε φτάναν ούτε για ένα ξεροκόμματο. Σκούπισε τα μάτια της με το ξεσκονόπανο.
Στάθηκε στον στενό ολόσωμο καθρέφτη δίπλα στο παράθυρο. Με μια απότομη κίνηση έλυσε τα μαλλιά της κι έφερε τόσες στροφές όσες χρειάζονταν για να καθρεφτιστεί ολόκληρη.

Δύο ήταν τα πράγματα που γέμιζαν περηφάνια το φτωχό ζευγάρι. Το ένα ήταν το χρυσό ρολόι του Τζιμ, κληρονομιά από τον πατέρα του και το άλλο τα μακριά μαλλιά της Ντέλλας που της έφταναν κάτω από τα γόνατα και την σκέπαζαν σαν μανδύας.
Τα μάζεψε γρήγορα και πετάχτηκε στο δρόμο.
"Μα βέβαια...πώς δεν το σκέφτηκα?"
Αν η Ντέλα είχε κάτι πολύτιμο...αυτό ήταν τα μαλλιά της...όμορφα, πλούσια, στο χρώμα του μελιού!

Έτρεξε γρήγορα δύο τετράγωνα πιο κάτω απ' το σπίτι της. Ήταν το κατάστημα της μαντάμ Σωφρονί. Σταμάτησε έξω από την επιγραφή: Μαντάμ Σωφρονί - Όλα τα είδη κομμωτικής
"Θα αγοράσετε τα μαλλιά μου?" ρώτησε.
Και η Μαντάμ απάντησε: 'Αγοράζω μαλλιά, για βγάλ' το καπέλο σου να δούμε τι σόι είναι'.
Τα έπιασε και είπε..."μμμ...είκοσι δολλάρια".
"Σύμφωνοι"...είπε η Ντέλα.

Σε πολύ λίγο είχε τα χρήματα στα χέρια της κι έτρεξε στα μαγαζιά. Μέσα σε δυο ώρες και αφού γύρισε όλη την πόλη βρήκε το δώρο που ήταν για τον Τζιμ. Μια αλυσίδα ρολογιού από πλατίνα με απλό καθαρό σχέδιο.

Αν ο Τζιμ είχε κάτι πολύτιμο...αυτό ήταν το ρολόι του. Δώρο απ' τον παππού στον πατέρα του...κι απ' τον πατέρα του σ' εκείνον. Του αγόρασε λοιπόν μια θαυμάσια χρυσή αλυσίδα για το ρολόι του. Έτσι εκείνος δεν θα ντρεπόταν πια για το τριμμένο πέτσινο λουρί που είχε. Γύρισε στο σπίτι κι ετοίμασε το φαγητό. "Ελπίζω να μη θυμώσει ο Τζιμ για τα μαλλιά μου που τόσο του άρεσαν"...σκεφτόταν με αγωνία.

Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ο Τζιμ κρατώντας ένα κουτί. Έμεινε κοκαλωμένος να την κοιτάζει. Του εξήγησε, τον ρώτησε πώς του φαίνεται, του πρότεινε να φάνε...
"Μη θυμώσεις Τζιμ...πούλησα τα μαλλιά μου γιατί ήθελα να σου πάρω ένα δώρο".
"Κουτό κορίτσι...κοίτα τι δώρο σου πήρα εγώ..."
Την άκουσε, άρχισε να ξαναβρίσκει τα λόγια του, την αγκάλιασε, ακούμπησε το πακέτο στο τραπέζι. Θα ήταν ίσως καλύτερα πρώτα να έτρωγαν.
"Αν ξετυλίξεις το πακέτο, σίγουρα θα καταλάβεις γιατί τα έχασα", της είπε.
Χαρά, λυγμοί, δάκρυα ακολούθησαν τα λευκά δάχτυλα που ξετύλιξαν με αγωνία το δώρο. 
Τα     Χ τ ε ν ά κ ι α...
Ένα υπέροχο σετ από χτενάκια για τα μαλλιά της...πολύ καιρό τα ζήλευε και δεν μπορούσε να τα αγοράσει.
"Θα μεγαλώσουν γρήγορα τα μαλλιά μου Τζιμ"του είπε..."κοίτα τώρα και το δικό σου δώρο."
Εκείνος το άνοιξε κι ένας βαθύς αναστεναγμός ακούστηκε..."Πούλησα το ρολόι μου για να σου πάρω τα χτενάκια", της είπε.
Έμεναν για λίγο σιωπηλοί και μετά αγκαλιάστηκαν.Ο Τζιμ και η Ντέλα πρόσφεραν με αγάπη τα δώρα τους ο ένας στον άλλο χωρίς να σκεφτούν το κόστος,σαν τους σοφούς μάγους των Χριστουγέννων.
Κι όλοι όσοι ξέρουν να χαρίζουν ή να δέχονται δώρα μ' αυτόν τον τρόπο είναι κι αυτοί μάγοι...οι σημερινοί μάγοι...!

Μια μικρή περίληψη του εξαιρετικού αυτού κειμένου του Ο'Χένρυ την οποία μοιράζομαι με εσάς με τις καλύτερες μου ευχές για Καλή Χρονιά!
Κλείνω με αυτούσιο τον λόγο του ίδιου του συγγραφέα...

"Οι Μάγοι όπως ξέρετε, ήταν σοφοί άνθρωποι, θαυμαστά σοφοί άνθρωποι -κι έφεραν δώρα στο Θείο Βρέφος. Αυτοί επινόησαν την τέχνη να προσφέρεις δώρα τα Χριστούγεννα. Καθώς ήταν σοφοί, τα δώρα τους, χωρίς καμιά αμφιβολία, ήταν κι αυτά σοφά, και με τη δυνατότητα μιας πιθανής αλλαγής. Και να που σας διηγηθηκα, αδέξια, την πεζή ιστορία δύο ανόητων παιδιών σ' ένα διαμέρισμα, που χωρίς καμιά σοφία θυσίασαν ο ένας για τον άλλον τους μεγαλύτερους θησαυρούς του σπιτιού τους. Αλλά σα μια τελευταία λέξη στους σοφούς αυτού του καιρού, ας πούμε, ότι από όλους όσους κάνουν δώρα, αυτοί οι δυο ήταν οι πιο σοφοί. Από όλους αυτούς που προσφέρουν και δέχονται δώρα συνετοί! Αυτοί είναι οι πιο σοφοί παντού. Είναι οι Μάγοι."

8 Δεκεμβρίου 2010

Το παραμύθι της Νεφέλης (β' μέρος)

Ο αντίλαλος του βουνού φώναξε το όνομα του και κείνος ξύπνησε ξαφνικά σαν από λήθαργο. Τότε μόνο θυμήθηκε τη νεραιδούλα του.  Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Γύρισε το λαιμό του και άρχισε να την ψάχνει. Δεν την είδε πουθενά. Σήκωσε τα φτερά του και άρχισε να την φωνάζει δυνατά... 
Νεραιδούλα μου....Νεραιδούλα μου..;;; .και τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα... 
Αλλά η νεραιδούλα του δεν ήταν πια εκεί...

… το παραμύθι της Νεφέλης όμως δεν τελειώνει έτσι … η πραγματική αλήθεια έμεινε κρυφή και την γνωρίζουν μόνο λίγοι …εκείνοι οι λίγοι δηλαδή που γνωρίζουν τα μυστικά του σύμπαντος και τα μυστήρια που αυτό κρύβει. Είναι οι έμπιστοι και οι εχέμυθοι. Η συνέχεια λοιπόν του παραμυθιού έμεινε μυστική γιατί έπρεπε πλέον να προφυλαχθεί η Νεφέλη απʼ όλα αυτά τα κακά και τα άσχημα που κρύβουν οι ψυχές των ανθρώπων … να προφυλαχθεί και να ζήσει ευτυχισμένη και χαρούμενη … και αυτή την υποχρέωση την επωμίστηκε το Σύμπαν με την βοήθεια των γλυκών νεράιδων που ανέλαβαν την προστασία της μικρής Νεφέλης.


Τώρα εύλογα θα με ρωτήσετε… και εγώ που ξέρω τι συνέβη;
Το έμαθα μόνο και μόνο για να σας το μεταφέρω, γιατί όλους εσάς εδώ σας εμπιστεύονται αυτοί που κατέχουν τα μυστικά του σύμπαντος και θέλουν να μάθετε την αλήθεια, επειδή γνωρίζουν τις ευαίσθητες ψυχές σας και δεν θέλουν να είστε στεναχωρημένοι, νομίζοντας ότι η Νεφέλη χάθηκε… γιατί όχι, η Νεφέλη δεν χάθηκε.

Το τι συνέβη λοιπόν μου το είπε ένα απόγευμα το λουλουδάκι μου την ώρα που του μιλούσα ποτίζοντας το... όταν το ποτίζω ξέρετε, σχεδόν πάντα του μιλάω, του λέω πόσο όμορφο είναι, πόσο μεγάλωσε, τι όμορφο φύλλωμα έχει, του χαϊδεύω τα φυλλαράκια του παρατηρώντας τις σταγόνες του νερού επάνω σʼ αυτά, του χαϊδεύω το εύθραυστο κορμάκι του, τακτοποιώντας το χώμα του στην όμορφη γλαστρίτσα μέσα στην οποία κατοικεί.
Προχθές λοιπόν ενώ του μιλούσα ποτίζοντας το, ξαφνικά ένιωσα την φωνούλα του να μου λέει : 
«Σε νιώθω στεναχωρημένο …ξέρω …ξέρω, φταίει το παραμύθι της Νεφέλης που διάβασες …μην στεναχωριέσαι όμως δεν τελειώνει έτσι η ιστορία … δεν θα μπορούσε να τελειώνει έτσι η ιστορία».
«Και εσύ που το ξέρεις» …σκέφτηκα απευθυνόμενη στον «χαμαιλέοντα» μου (γιατί το λουλουδάκι μου είναι ένας όμορφος και ανθισμένος χαμαιλέοντας).

«Εμένα…» μου απάντησε «… μου το είπανε τα ψάρια των θαλασσών και των ωκεανών, γιατί να ξέρεις ότι όλο το φυτικό βασίλειο της Γης επικοινωνεί με κάθε ζωντανό όν που την κατοικεί, που το μάθανε από τις γοργόνες, γιατί τα ψάρια μιλούνε με τις γοργόνες, που το μάθανε από την Σελήνη, γιατί οι γοργόνες μιλούν με την Σελήνη, που με την σειρά της το έμαθε από τα αστέρια, γιατί η Σελήνη μιλάει με τα αστέρια , που και αυτά με την σειρά τους το μάθανε από τις γλυκές νεράιδες που φυλάνε πια την Νεφέλη, γιατί τα αστέρια όπως σίγουρα θα ξέρεις μιλούνε με τις γλυκές νεράιδες»… έτσι μου είπε ο «χαμαιλέων» μου… αλήθεια σας λέω, θέλω να με πιστέψετε…. και συνέχισε … «με την υποχρέωση να το μεταφέρεις αυτούσιο σε όλα τα παιδιά που συναντώνται στους κύκλους των νεράιδων και που θα στεναχωρήθηκαν και αυτών οι ευαίσθητες καρδούλες τους διαβάζοντας το παραμύθι και νομίζοντας ότι η Νεφέλη χάθηκε… αλλά μόνο ως εκεί … όχι παραέξω από τον «κύκλο» … μου το υπόσχεσαι;;;»… με ρώτησε ο «χαμαιλέων» μου… «σου το υπόσχομαι» του απάντησα … και μου διηγήθηκε την συνέχεια όπως ακριβώς σας την μεταφέρω … αλλά με την υποχρέωση όμως ότι ούτε και εσείς θα την πείτε παραέξω … για να μείνει για πάντα προφυλαγμένη από κάθε κακό και πάντα χαρούμενη και ευτυχισμένη η μικρή μας η Νεφέλη … εντάξει;;; … 
....θα είναι ας πούμε το κοινό μας μυστικό!

«Το παραμύθι λοιπόν»… άρχισε να μου αφηγείται το λουλουδάκι μου …«σταματάει την χρονική στιγμή που ο αετός ακούγοντας το όνομα του από τον αντίλαλο του βουνού, ξυπνάει σαν από λήθαργο και θυμάται την νεραϊδούλα του. Ψάχνει ολόγυρα να την βρει μα δεν την βλέπει πουθενά. Σηκώνει τότε τα φτερά του και φωνάζει δυνατά : 
«-Νεραϊδούλα μου....Νεραϊδούλα μου..;;;» και τα μάτια του πλημμυρίζουν δάκρυα.
Η νεραϊδούλα του δεν ήταν πια εκεί!
Τι όμως συνέβη εν τω μεταξύ στην Νεφέλη;;;;

Η Νεφέλη, ενώ ο αετός ανέβαινε όλο και ψηλότερα προς τις αγαπημένες του κορφές των βουνών, άρχισε να παγώνει και δεν μπορούσε να ανασάνει … αισθανόταν το αίμα της να μην τροφοδοτεί το κορμάκι της, νιώθοντας έτσι ακριβώς όπως ένιωθε και τότε που προσπαθούσε να πλησιάσει τον αγαπημένο της Ήλιο, μόνο που τότε το κορμάκι της καιγόταν από την ζέστη που εξέπεμπε ο αγαπημένος της, ενώ τώρα το κορμάκι της πάγωνε, και όλο πάγωνε περισσότερο όσο ο αετός ανέβαινε ψηλότερα. Από τα όμορφα ματάκια της δύο δάκρυα ξεπρόβαλαν δειλά – δειλά μα δεν πρόλαβαν να κυλήσουν στο προσωπάκι της γιατί πάγωσαν αμέσως επάνω στα χλωμά μαγουλάκια της και έγιναν δύο μαργαριταρένιοι σταλακτίτες. Από το κρύο τα δακτυλάκια της πάγωσαν και άρχισε να μην τα αισθάνεται, και έτσι όπως κρατιόταν απελπισμένα κάτω από την φτερούγα του αγαπημένου της αετού, ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβει, άνοιξαν και η Νεφέλη βρέθηκε να πέφτει στο κενό.
Έπεφτε η Νεφέλη λιπόθυμη από ψηλά, από πολύ ψηλά, μα τα αστέρια που δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί στον ουρανό, είχαν δει το συμβάν και ξεπρόβαλαν διακριτικά απλώνοντας ανάμεσα τους τον απαλό ιστό που είχε υφάνει από τα όνειρα των παιδιών η πλανεύτρα αράχνη και με τον οποίο αιχμαλώτιζε τις επιθυμίες των ονείρων τους και τις πραγματοποιούσε.
Απλώθηκε λοιπόν ο ιστός σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ουρανού και σε όλα τα επίπεδα του, παντού απʼ όπου έπεφτε η Νεφέλη, ανακόπτοντας έτσι σταδιακά την πτώση της μέχρις ότου κατέληξε η Νεφέλη να σταματήσει απαλά επάνω σ' ένα λευκό σύννεφο. Έμεινε εκεί λιπόθυμη για αρκετές ώρες μέχρι ότου άρχισε να νιώθει μια γλυκιά ζεστασιά να πλημμυρίζει το παγωμένο της κορμί. Σιγά – σιγά άρχισε να αισθάνεται τα μέλη του σώματος της ενώ μια υπέροχη μελωδία έφτανε στα μυτερά αυτάκια της. Άνοιξε τα όμορφα ματάκια της και Φως γέμισε το «είναι» της. 

Λευκό καθάριο Φως που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή της, και που στο κέντρο του διακρινόταν μια αιθέρια μορφή. Δεν ήταν ακριβώς από ύλη αλλά σαν να είχε δημιουργηθεί από το ίδιο το Φως που την περιέβαλε. Κοιτάζοντας την μορφή ένιωσε μια σιγουριά να την κατακλύζει και μια περίεργη αίσθηση πλημμύρισε την καρδιά της. Τότε η μορφή λες και είχε με κάποιον τρόπο διαβάσει την σκέψη της, μίλησε με μια φωνή που είχε τέτοια γλύκα και απόπνεε τέτοια ζεστασιά που όμοια της δεν είχε ξανανιώσει η Νεφέλη.

«Καλώς ήρθες κοντά μου Νεφέλη» είπε η αιθέρια μορφή (...που ας την αποκαλούμε προσωρινά «Φώς»)… μόνο που η νεραϊδούλα δεν την άκουσε με τα αυτάκια της αλλά με όλες τις της αισθήσεις, γιατί η μορφή δεν μιλούσε με τον τρόπο που εσείς οι άνθρωποι γνωρίζεται .
«Σε περίμενα Νεφέλη και να που επιτέλους ήρθες», άκουσε η Νεφέλη μέσα από το σώμα της, που σαν ηχείο μετέφερε την «φωνή» από το «Φως» στα μικρά μυτερά αυτάκια της!
«Ποιός είσαι;;;» ρώτησε έκπληκτη η Νεφέλη.
«Δεν χρειάζεται καλή μου να μου μιλάς με λέξεις, γιατί μπορώ και ακούω την ψυχή σου» απήντησε το «Φως» και συνέχισε… «αρκεί να την αφήσεις ελεύθερη να εκφράσει αυτό που σκέφτεσαι και εγώ θα την ακούσω… την άκουγα χρόνια και χρόνια τώρα και σε περίμενα να έρθεις… εδώ στους Ουρανούς μέσα σʼ αυτό το καθάριο σύννεφο»
«Μα γιατί δεν μου λες ποιος είσαι … πως σε λένε» σκέφτηκε πλέον η Νεφέλη και ένιωσε τόσο όμορφα που μπορούσε και συνεννοούταν με αυτόν τον πρωτόγνωρο για εκείνη τρόπο με την αιθέρια μορφή.
«Είμαι... η αδελφή ψυχή σου» της απήντησε τότε το «Φως»… « και με λένε… Αγάπη»


Η Νεφέλη σαστισμένη κοίταζε προς το μέρος της μορφής που σιγά – σιγά άρχισε να σχηματοποιείται παίρνοντας την μορφή ενός όμορφου νέου, μόνο που όπως είπαμε και προηγουμένως δεν ήταν φτιαγμένος από ύλη αλλά από Φως, και πίσω, στην πλάτη του, άνοιγαν ένα ζευγάρι τεράστια φτερά που όμοια τους δεν είχε ξαναδεί η Νεφέλη.
«Έλα κοντά μου Αγάπη» σκέφτηκε η Νεφέλη «και πάρε με στην αγκαλιά σου γιατί κρυώνω και πονάω πολύ» και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη της ήδη βρισκόταν μέσα σʼ αυτήν στην ζεστή αγκαλιά. 
Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ έτσι η νεραϊδούλα μας, ούτε όταν την υπνώτιζε ο Ήλιος με την ζεστασιά του γιατί σαν την ζεστασιά αυτής της αγκάλης δεν υπήρχε όμοια της σʼ όλη την πλάση, ούτε όταν γαντζωμένη στη ράχη του αετού της έκανε μικρές όμορφες βόλτες και έβλεπε τον κόσμο από ψηλά… αυτό που ένιωθε τώρα μέσα στην αγκαλιά της Αγάπης, ήταν πρωτόγνωρο… επιτέλους η Νεφέλη είχε βρει αυτό που ζητούσε… την αδελφή ψυχή της και ένιωθε τόσο ευτυχισμένη που με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε γλυκά.

Αυτή η ζεστή αγκαλιά γιάτρεψε με τον καιρό τις πληγές της Νεφέλης.
Μέχρι και τα καμένα φτεράκια της μπόρεσαν και ξαναβγήκαν και αυτή τη φορά τα χρώματα τους είχαν ξεπεράσει ακόμα και αυτά τα χρώματα του ουράνιου τόξου, και η Νεφέλη έλαμπε πιο όμορφη από ποτέ.
Όλα τα λουλούδια και τα ζωάκια του δάσους ήταν πια τόσο χαρούμενα που η Νεφέλη είχε επιτέλους βρει την Αγάπη της. Δεν ήταν πια κοντά τους όπως παλιά, όμως την αισθάνονταν συνέχεια δίπλα τους , γιατί η Νεφέλη είχε μάθει από την Αγάπη να βρίσκεται παντού σʼ όλη την πλάση και ας κατοικούσε πια μόνιμα σε ένα λευκό όμορφο συννεφάκι… και εκεί μέσα σʼ αυτό το λευκό όμορφο συννεφάκι, μέσα σʼ αυτή την ζεστή αγκαλιά που δεν την άφησε ποτέ πια μόνη της η Νεφέλη ζει και θα ζει για πολλά ακόμα χρόνια ευτυχισμένη». 

«Έτσι λοιπόν τελειώνει η ιστορία» ...μου ψιθύρισε το λουλουδάκι μου και μετά σιώπησε, ίσως επειδή κατάλαβε ότι είχε φύγει πια από καρδιά μου η λύπη και η στεναχώρια για την μικρή νεραϊδούλα που την έλεγαν Νεφέλη, με τα καστανόξανθα μαλλιά και τα μεγάλα εκφραστικά πράσινα μάτια.


Έτσι και εγώ με την σειρά μου σας λέω πως έτσι τελειώνει το παραμύθι της Νεφέλης ...αλλά σας παρακαλώ ...μην το πείτε σε κανέναν άλλο έξω από εδώ… 
...κρατήστε το ΜΥΣΤΙΚΟ!

(Πηγή: Νεραϊδόκυκλος)

25 Νοεμβρίου 2010

Το παραμύθι της Νεφέλης (α' μέρος)

Κάπου πολύ μακριά, εκεί που πόδι ανθρώπου δεν έχει πατήσει ποτέ, σε ένα πανέμορφο δάσος με ξεχωριστή βλάστηση ζούσε ανάμεσα σε άλλες μια μικρή νεράιδα που τη λέγανε Νεφέλη. Είχε μακριά καστανόξανθα μαλλιά και μεγάλα εκφραστικά πράσινα μάτια. Τα φτερά της είχαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και αυτό έκανε τις άλλες νεράιδες να την ζηλεύουν. Καμιά δεν είχε τόσο πανέμορφα φτερά.


Η Νεφέλη ωστόσο δεν ήταν η πιο όμορφη από τις υπόλοιπες αλλά είχε την πιο καλή καρδιά, και αυτό την έκανε να ξεχωρίζει. Η καλοσύνη της και η αγάπη της την είχε κάνει την πιο αγαπητή σε όλα τα ζωάκια του δάσους. Ήταν πάντα η πρώτη που θα τους βοηθούσε στο οτιδήποτε, η πρώτη που θα τους συμβούλευε σε ότι ήθελαν και η πρώτη που θα στεκόταν δίπλα τους σε ότι θα τους συνέβαινε. Η καρδιά της ήταν τόσο μεγάλη που μπορούσε να χωρέσει μέσα της όλη η πλάση. 

Μεγαλώνοντας η Νεφέλη, και βλέποντας όλους τους φίλους της να βρίσκουν το ταίρι τους άρχισε να νιώθει μόνη. Ο φίλος της ο αετός της κράταγε παρέα και της έλεγε ότι με τόση ομορφιά και καλοσύνη που έχει, σύντομα θα την αγαπήσει κάποιος πραγματικά, φτάνει να το θελήσει και εκείνη. 

Ξαπλωμένη μια μέρα σε ένα μανιτάρι σκεφτόταν ότι είναι υπέροχο όλοι να σε αγαπάνε σαν φίλη, αλλά αυτό αρκεί; 

Ο ήλιος άκουσε τον μονόλογο της και την πλησίασε...  Άρχισε να της κάνει κοπλιμέντα και να της λέει πόσο αγαπητή του ήταν. Τις χάιδεψε τα μαλλιά με τις ακτίνες του και την έκανε να χαλαρώσει. Τις μιλούσε και την υπνώτιζε με τη ζεστασιά του.  Μέρα με την ημέρα άρχισε να της λέει ότι την αγαπά και η νεραιδούλα κολακεύτηκε. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά και ένιωσε ένα σκίρτισμα... Ανυπομονούσε τα βράδια να περάσουν οι ώρες να δει τον αγαπημένο της ήλιο.  Άρχισε να πονά που δεν μπορούσε να τον έχει συνέχεια μαζί της. Της έλειπαν τα βράδια η ζεστή του αγκαλιά. 

Μετά από καιρό και καθώς μιλούσαν μεταξύ τους για την αγάπη τους εκείνη του ζήτησε να κάνουν κάτι να είναι μαζί συνέχεια. 
Μα πως μπορώ, ; Εγώ είμαι εδώ για όλους, δεν μπορώ να κάνω κάτι... 
- Αν δεν μπορείς, θα κάνω εγώ. Θα έρθω μαζί σου. Θα με πάρεις αγκαλιά και όταν θα πηγαίνεις για ύπνο θα κοιμόμαστε μαζί, του είπε. 

Ο ήλιος χαμογέλασε. Του άρεσε η ιδέα. Ας προσπαθούσε επιτέλους κάποια να έρθει να τον βρει... Ποτέ καμιά από αυτές που είχε αγαπησει δεν το είχε σκεφτεί. 

Έτσι λοιπόν την επόμενη μέρα, η Νεφέλη το πηρε απόφαση και άρχισε να πετά και να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Ήθελε πολύ να φτάσει τον αγαπημένο της ήλιο και να τον πάρει αγκαλιά.  
Ανεβαίνοντας η ζέστη άρχισε να γίνεται αφόρητη. Εκείνη επέμενε να ανεβαίνει. Το λευκό της δέρμα της άρχισε να κοκκινίζει, και τα μαλλιά της να καίγονται. Άρχισε να πονά αλλά το πείσμα της δεν σταμάταγε. Αγαπούσε πολύ τον ήλιο της και δεν θα εγκατέλειπε ότι και να γινόταν. 
Όμως δεν ήταν μόνο στο χέρι της....
Τα όμορφα φτερά της άρχισαν να καρβουνιάζουν και να διαλύονται. Πριν καλά καλά καταλάβει τί γίνεται, ίσα που πρόλαβε να φωνάξει τον ήλιο αλλά εκείνος δεν την άκουσε...

Η Νεφέλη άρχισε να πέφτει στο κενό με δύναμη, ώσπου για καλή της τύχη έσκασε πάνω σε ένα μεγάλο πλατύφυλλο και από εκεί στο γρασίδι δίπλα στη λιμνούλα. Έμεινε εκεί αναίσθητη για πολύ ώρα. Όταν ξύπνησε πονούσε σε όλο της το κορμί. 
Τα ματάκια της άνοιξαν διάπλατα όταν αντίκρυσε το είδωλο της στην λίμνη. 
Τίποτα πια δεν θύμιζε την όμορφη Νεφέλη... 
Το δέρμα της είχε κοκκινήσει και είχε βγάλει εξανθηματα, τα μαλλιά της είχαν καεί, το σώμα της αιμορραγούσε από πολλά σημεία και τα όμορφα φτερά της... είχαν χαθεί για πάντα.... 
Έμεινε εκεί να κλαίει με λυγμούς για την χαμένη ομορφιά της και για το χαμένο όνειρο της.
Έψαξε να βρει τον ήλιο, τον αναζήτησε για ώρα αλλά εκείνος λες και κατάλαβε το λάθος του, κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα και αναζήτησε άλλη αγάπη, πιο όμορφη κάπου μακριά. 

Την Νεφέλη την πήρε ο ύπνος θρηνώντας πια και την χαμένη της αγάπη. Την άπιαστη αγάπη ενός ψεύτη ήλιου...  Ένα χάδι της διέλυσε το όμορφο όνειρο με τον ήλιο... 
Άνοιξε τα ματάκια της και αντίκρυσε την τρομαγμένη ματιά του αγαπημένου της αετού. Την βοήθήσε να σηκωθεί και της έδωσε νερό να πιει. Εκείνη με βουρκωμένα ματια του εξιστόρησε ότι είχε γίνει. Έκείνος την έβαλε κάτω από τα φτερά του και κλάψανε μαζί για ώρες... 

Η συντροφιά του της είχε γίνει απαραίτητη. 
Τα φτερά της δεν υπήρχαν πια και δεν μπορούσε να πετάξει, να νιώσει ελεύθερη. Το κορμί ακόμη πονούσε και ο αετός ήταν ο μόνος που την έκανε να ξεχνάει. 
Περνούσε ώρες κοντά της προσπαθώντας να την κάνει να γελάσει. Σύντομα άρχισε να την βάζει και στο ράχη του και να την πηγαίνει μικρές όμορφες βόλτες...έτσι όπως μόνο αυτός ήξερε. 

Ο καιρός περνούσε και ο πόνος άρχισε να φεύγει από τη Νεφέλη. Ο ήλιος φάνταζε στα μάτια της αλλά και στην καρδιά της πια μακρινός. Τα μαλλιά της ξαναμάκρυναν, η επιδερμίδα της έγινε καλύτερη αλλά τα φτερά της είχαν χαθεί για πάντα. 
Η σχέση της με τον αετό είχε γίνει σχέση εξάρτησης. Ηταν για εκείνη το στήριγμα της, ο φίλος της, το παρεάκι της. Αναζητούσε καθημερινά να τον δεί και εκείνος το ίδιο και μαζί περνούσαν υπέροχα. Ακόμα και όταν εκείνη μελαγχολούσε, αυτός ήταν εκεί για να της προσφέρει την φτερούγα του και εκείνη να κουρνιάσει μέσα της. 


Κάποια μέρα όπως οι άλλες και ενώ ο αετός καθόταν αγκαλιά με την Νεφέλη και χαζεύανε τη λίμνη, γύρισε, την κοίταξε και της είπε το δικό του καημό.  Την αγαπούσε τόσο καιρό αλλά φοβόταν να της το πει.  Αυτή ήταν μια νεράιδα, πάντα όμορφη στα μάτια του, ενώ εκείνος ήταν απλά ένας μαύρος άσχημος αετός. Η Νεφέλη άπλωσε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του και τον έσφιξε με όλη της την αγάπη. Άφησε την ταλαιπωρημένη καρδιά της να σπάσει τα δεσμά και να κάνει χώρο για τον αετό της, για το φίλο της και αγαπημένο της πια... 

Ο πρώτος καιρός ήταν ονειρικός...οι δυό τους ήταν συνέχεια μαζί. Εκείνος πετούσε σπάνια – όσο και αν το λάτρευε – και αφιέρωνε όλο το χρόνο στη νεραιδούλα του.  Περνούσαν πολλές ώρες μαζί και σπάνια ο αετός έφευγε να πάει να κάνει μια βόλτα να ξεμουδιάσει τα φτερά του. Πολλές φορές έπαιρνε μαζί και την αγάπη του και προσεχτικά της έδειχνε το κόσμο από τόσο ψηλά. 

Η αγάπη του όμως για το δυνάτο, γρήγορο και επικίνδυνο πέταγμα πάνω από τα βουνά άρχισε να του λείπει.  Άρχισε δειλά δειλά να λείπει λίγες ώρες από τη Νεφέλη.
Εκείνη τον περίμενε καρτερικά γιατί ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να του το στερήσει αυτό. Οι φίλοι της τα ζώα της κρατούσαν παρεούλα μέχρι να κουραστει ο καλός της και να επιστρέψει στην αγκαλιά της. Με το καιρό ο χρόνος μεταξύ τους είχε μειωθεί αρκετά και η νεραιδούλα άρχισε να νιώθει μόνη της. Όταν εκείνος πήγαινε για χαμηλές ήρεμες πτήσεις την έπαιρνε μαζί του αλλά αυτό τελευταία είχε αρχίσει να γίνεται σπάνια. 

Εκείνος αγαπούσε πολύ την Νεφέλη αλλά είχε κουραστεί να κάθεται με τις ώρες χωρίς να πετά. Η Νεφέλη αν τον αγαπούσε πραγματικά θα έπρεπε να καταλάβει. 
Από την άλλη η νεραιδούλα άρχισε να νιώθει μοναξιά. Έτσι λοιπόν μια μέρα που ο αετός πήγε να την βρεί η Νεφέλη του ζήτησε να την παίρνει μαζί τους στις επικίνδυνες πτήσεις του. 
- Δεν μπορώ να το κάνω αυτό Νεφέλη. Είναι επικίνδυνο για σένα, της είπε. 
- Αν είχα τα φτερά μου και εγώ θα ήταν διαφορετικά. Τώρα μόνη, χωρίς φτερά νιώθω καταδικασμένη. Θέλω να πετάξω, μαζί σου. Κάποτε θυσιάσα τα όμορφα φτερά μου για μια αγάπη άπιαστη. Για σένα θα μπορούσα να θυσιάσω και την ίδια μου τη ζωή, αρκεί να σε έχω δίπλα μου. Πάρε με μαζί σου, και κάνε με ευτυχισμένη. Δεν μπορώ άλλο την μοναξιά, του είπε. 

Εκείνος σκέφτηκε ότι προτιμά χίλιες φορές να πετά παρά να είναι στο έδαφος. Ας πετάει λοιπόν πιο προσεχτικά έχοντας μαζί του τη Νεφέλη. Και δέχτηκε. 
Η Νεφέλη ανέβηκε στη φτερούγα του και σχεδον κρύφτηκε από κάτω. Ο αετός ξεκίνησε να πετά χαλαρά και άρχισε να ανεβαίνει. Οι κορφές στα βουνά ήταν για εκείνον τα αγαπημένα του σημεία. 
Το κρύο εκεί πάνω άγγιξε μονο τη μικρή νεραιδούλα...
Τα χεράκια της άρχισαν να παγώνουν και σφίχτηκαν πιο δυνατά... 

Ο αετός απολάμβανε τη πτήση του και σιγά σιγά άρχισε να δυναμώνει το πέταγμα του. Πετούσε πια δυνατά και η μικρή νεραιδούλα δεν μπορούσε ούτε να πάρει ανάσα. Εκείνος μέσα στη λαχτάρα του άρχισε να κάνει ακροβατικά. Άρχισε να γυρίσει πλάγια, ανάποδα , να πέφτει στο κενό χωρίς να σκεφτεί ούτε για μια στιγμή τη Νεφέλη...

Ζούσε το όνειρο του... 

Ο αντίλαλος του βουνού φώναξε το όνομα του και κείνος ξύπνησε ξαφνικά σαν από λήθαργο. Τότε μόνο θυμήθηκε τη νεραιδούλα του.  Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Γύρισε το λαιμό του και άρχισε να την ψάχνει. Δεν την είδε πουθενά. Σήκωσε τα φτερά του και άρχισε να την φωνάζει δυνατά... 
Νεραιδούλα μου....Νεραιδούλα μου..;;; .και τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα... 
Αλλά η νεραιδούλα του δεν ήταν πια εκεί...

...συνεχίζεται....

(Πηγή: Νεραϊδόκυκλος)

12 Οκτωβρίου 2010

Τα δώρα των νεράιδων

Μια φορά και εναν καιρό...ήταν ένας βασιλιάς που ήταν πολύ λυπημένος γιατί δεν είχε παιδιά. Σαν απελπίστηκε, πήγε σ΄ ένα μακρινό δάσος για ν΄ανταμώσει τρεις νεράιδες, που έμεναν εκεί και να τους πει τον πόνο του. Οι νεράιδες τον λυπήθηκαν και του΄ταξαν πως σ΄ένα χρόνο και μια μέρα, θα είχε τον διάδοχο.Και σ΄ένα χρόνο και μια μέρα, ούτε πάνω ούτε κάτω, η βασίλισσα γέννησε παιδί.
Την άλλη νύχτα απ΄ την γέννησή του, οι τρεις νεράιδες φάνηκαν μπροστά στην κούνια του, για να του κάνουν τα πεσκέσια τους.
Η πρώτη νεράιδα είπε:
- Θα ΄σαι το πιο όμορφο βασιλόπουλο του κόσμου.
Η δεύτερη είπε:
- Θα ΄σαι τίμιος και σοφός.
Η τρίτη νεράιδα, σαν άκουσε να του τάζουν τόσα όμορφα χαρίσματα, συλλογίστηκε λίγο και είπε:
- Μα θα ΄χεις και γαϊδουρινά αυτιά, για να μην γίνεις ποτέ περήφανος.

Οι τρεις νεράιδες έκαναν τα πεσκέσια τους και χάθηκαν. Κι ό,τι του ΄ταξαν έγινε στην ακρίβεια. Το βασιλόπουλο μεγάλωνε σα δέντρο κι ομόρφαινε και γινόταν τίμιο και μυαλωμένο, αλλά τον ίδιο καιρό μεγάλωναν και τ΄αυτιά του.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν φρίξει. Ποιός είχε ακούσει ποτέ για βασιλόπουλο με γαϊδουρινά αυτιά; Πώς μπορούσε να περιμένει σεβασμό και αγάπη από τους υπηκόους του, αν το έπαιρναν χαμπάρι;
Κι έτσι έκρυβαν τ΄ αυτιά του βασιλόπουλου, που φορούσε πάντα ένα ειδικό κασκέτο.

Κατάφεραν λοιπόν, να κρατήσουν το μυστικό για το φοβερό ελάττωμα του βασιλόπουλου και κανένας ποτέ δεν έμαθε τίποτα. Όλοι πίστευαν πως ήταν το πιο όμορφο και πιο μυαλωμένο βασιλόπουλο του κόσμου και περίμεναν πώς και πώς, πότε να ΄ρθει η μέρα για να γίνει βασιλιάς.
Το καλό βασιλόπουλο μεγάλωνε κι έγινε ένα ψηλό και όμορφο παλικάρι. Όσο ήταν μικρός, είχε τα μαλλιά του μακριά σαν κορίτσι, μα τώρα δεν ήταν πια δυνατό και ήθελε μπαρμπέρη. Σαν ο βασιλιάς το πήρε είδηση, στεναχωρήθηκε πολύ κι έμεινε ξάγρυπνος ολόκληρη νύχτα και συλλογιόταν πως να βρει μπαρμπέρη για το βασιλόπουλο, δίχως να φανερωθεί το μυστικό, που του΄φερνε ντροπή. Κι επιτέλους, του ΄ρθε μια ιδέα. Φώναξε τον αρχηγό του συναφιού των μπαρμπέρηδων, τον κάλεσε μονάχο στο τραπέζι του και του είπε με βαριά φωνή:
- Μαστρο-μπαρπέρη, σε περιμένει μια μεγάλη τιμή. Αποφάσισα να σε κάνω μπαρμπέρη του παλατιού, για το βασιλόπουλο. Η δουλειά σου θα ΄ναι να ξυρίζεις το βασιλόπουλο κάθε μέρα και να του κόβεις τα μαλλιά, μια φορά τη βδομάδα. Δεν είναι δύσκολη δουλειά κι αν φερθείς φρόνημα θα σε κάνω πλούσιο. Μα, αν πεις και μια κουβέντα γι΄ αυτό που θα δεις στη δουλειά σου, είσαι άνθρωπος πεθαμένος.

Ο καλός μας μπαρμπέρης δεν ήξερε αν ήταν ξύπνιος ή έβλεπε όνειρο και υποσχέθηκε πως θα ΄κλεινε το στόμα του σαν τάφος. Την ίδια κιόλας μέρα, τον έκαναν επίσημα μπαρμπέρη του βασιλόπουλου. Έμενε στο παλάτι, έτρωγε απ΄ την κουζίνα, έπαιρνε μέρος στα συμβούλια, είχε ό,τι μπορούσε να πεθυμήσει και ήταν πιο χαρούμενος και ευτυχισμένος από πολλούς άλλους.
Μα η χαρά του δεν κράτησε πολύ. Δεν είχε περάσει μήνας κι ο μπαρμπέρης του βασιλόπουλου άρχισε να γίνεται κίτρινος, ν΄αδυνατίζει και να λειώνει σαν να ΄ταν άρρωστος. Μα δεν ήταν άρρωστος. Τον βάραινε πολύ το μυστικό με τ΄ αυτιά του βασιλόπουλου, που δεν μπορούσε να το πει σε κανέναν στον κόσμο. Ο κακότυχος μπαρμπέρης, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Μια μέρα, που με το ζόρι μπόρεσε να κρατήσει το ψαλίδι και το ξυράφι στο χέρι απ΄την ανημποριά του, πήγε στο δάσος να ζητήσει ορμήνια από έναν ερημίτη.
Ο ερημίτης τον άκουσε και του είπε:
- Αν είναι τούτο το μυστικό που σε βασανίζει, βρες μια ερημιά, σκάψε μια τρύπα στο χώμα και πες στην τρύπα το μυστικό σου. Θα θάψεις εκεί το βάσανό σου και η γη δεν θα σε προδώσει
Ο καλός μπαρμπέρης ευχαρίστησε το γέρο και στη στιγμή έκανε ό,τι τον είχε ορμηνέψει. Η ορμήνια του ερημίτη ήταν πολύ καλή: σαν ο μπαρμπέρης είπε το φοβερό του μυστικό στην τρύπα που 'σκαψε σε μακρινό τόπο, ένοιωσε στη στιγμή καλύτερα. Γέμισε πάλι καλά καλά την τρύπα με χώμα και γύρισε σπίτι του τραγουδώντας.
Σε λίγο καιρό, φύτρωσαν όμορφα καλάμια στον τόπο όπου ο μπαρμπέρης είχε σκάψει την τρύπα για να ξεφορτωθεί το μυστικό του. Μια μέρα, μερικοί τσοπάνοι πέρασαν από ΄κει με τα πρόβατά τους κι έκοψαν κάνα - δυο καλάμια για να κάνουν σουραύλια. Μα αλίμονο, τι έγινε τότε; Αν άρχισαν να παίζουν τα σουραύλια, μια παράξενη φωνή βγήκε απ΄ τα καλάμια:
- Το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά, το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά.

Η ιστορία με τα μαγικά σουραύλια και το παράξενο τραγούδι τους, σκόρπισε σ΄όλη τη χώρα σαν αστραπή. Δεν χρειάστηκε πολύ για να φτάσει και στο παλάτι και στ΄αυτιά του βασιλιά. Σαν ο βασιλιάς άκουσε το φοβερό μαντάτο, φώναξε τους τσοπάνους και τους πρόσταξε να παίξουν. Μα, οι φουκαράδες, όσο κι αν πάρχιζαν, απ΄τα σουραύλια τους δεν έβγαινε παρά τούτο το παράξενο τραγούδι:
- Το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά, το βασιλόπουλό μας έχει γαϊδουρινά αυτιά.

Ο βασιλιάς δοκίμασε να παίξει κι ο ίδιος ένα σουραύλι, μα τίποτα δεν άλλαξε. Ο βασιλιάς ήταν πολύ θυμωμένος. Ποιός άλλος μπορούσε να τον έχει προδώσει, εκτός απ΄τον μπαρμπέρη του παλατιού; Είπε να τον φέρουν μπροστά του και χωρίς κουβέντα, πρόσταξε να του πάρουν το κεφάλι.

Τότε όμως, σηκώθηκε το βασιλόπουλο, έβγαλε το κασκέτο του μπροστά σε όλους και είπε:
- Όχι, βασιλιά μου και πατέρα μου, δεν πρέπει να καταδικάσεις τον μπαρμπέρη μόνο και μόνο επειδή είπε την αλήθεια. Άσε να δει όλος ο κόσμος ό,τι κρύβαμε τόσον καιρό. Αν το θελήσει ο Θεός, θα γίνω καλός βασιλιάς είτε έχω είτε δεν έχω αυτιά γαϊδάρου.

Έτσι γλίτωσε ο μπαρμπέρης χάρη στο βασιλόπουλο. Μα μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά όλων, και πιο πολύ του βασιλιά και της βασίλισσας, όταν ξαφνικά είδαν πως το βασιλόπουλο δεν είχε πια εκείνα τα σταχτιά,γαϊδουρινά αυτιά !!! Τι είχε γίνει;
Η τρίτη νεράιδα, σαν ένιωσε πως η καρδιά του βασιλόπουλου δεν είχε περηφάνια, έλυσε τα μάγια.
Μπορείτε λοιπόν να καταλάβετε, πως όλοι ήταν ευχαριστημένοι με τούτο το χαρούμενο τέλος. Ο λαός ήταν ευχαριστημένος, το παλάτι ήτα ευχαριστημένο, ο βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος, το βασιλόπουλο ήτα ευχαριστημένο και βέβαια ήταν ευχαριστημένος και ο μπαρμπέρης. Στο κάτω - κάτω, κόντεψε να χάσει τη ζωή του γι΄αυτή την ιστορία.
Από τότε, τα σουραύλια που τον είχαν προδώσει, δεν είπαν πια το τραγούδι για τ΄αυτιά του βασιλόπουλου, μ΄ όλο που τα πιτσιρίκια, κάθε τόσο και πολύ μυστικά, πασχίζουν να τα κάνουν να το ξαναπούν.

Πηγή: neraidokyklos.gr

18 Σεπτεμβρίου 2010

Η νεράιδα των Τρικάλων

Αυτή η ιστορία μιλά για το πως πήρε το όνομα του του το χωριό Νεράιδα που βρίσκεται στα βουνά των Τρικάλων και την έλεγαν οι γιαγιάδες του χωριού στα εγγόνια τους γύρω απο τα τζάκια. Σε εμένα έφτασε κάπως έτσι. Αρχίζω λοιπόν...

Πολύ παλιά στα παλιά και ψηλά βουνά ενός χωριού που το έλεγαν Γρεβενό, τα καλοκαίρια οι βοσκοί με τις φλογέρες και τα κοπάδια τους κοιμούνταν εκεί, κάτω από τα δέντρα.

Μια νύχτα που γινόταν μέρα, λίγο πριν ο ήλιος ανατείλει ένας νεαρός βοσκός ξύπνησε από γυναικεία δροσερά γέλια και αλλόκοτα τραγούδια. Ακολουθώντας τα τραγούδια έφτασε στις κοπέλες και κρυμμένος πίσω απο ένα δέντρο τις κοίταγε και είδε πως ήταν νεράιδες.
Τραγουδούσαν και χόρευαν σε κύκλους, φορούσαν μακριά ασημόχρυσα και καταπράσινα ρούχα, είχαν μακριά μαλλιά μέχρι τους αστραγάλους και στο κεφάλι τους φορούσαν μαντήλες φτιαγμένες από φύλλα αλλά γερές. 'Ηταν πανέμορφες...
Ο βοσκός θαμπώθηκε μόλις τις είδε αλλά ξεχώρισε μια απο όλες και ένιωσε πως ερωτεύτηκε.


Νεραϊδοπαρμένος πήγε γρήγορα στο σπίτι του στο χωριό και είπε στη μάνα του.
- Είδα νεράιδες να χορεύουν ξέφρενα στο βουνό και εγώ αγαπώ μια απ'αυτές. Πώς μπορώ να την κάνω δική μου;
Και η μάνα του απάντησε:
- Εκεί που θα χορεύει πήγαινε και τράβα τη μαντήλα της και μην της τη δίνεις όσο και να στη ζητάει. Χωρίς τη μαντήλα της δε θα μπορεί να φύγει και θα μείνει για πάντα κοντά σου.

Ο βοσκός έκανε ό,τι του είπε η μητέρα του. Της πήρε το μαντήλι και αυτή τον ακολούθησε παρακαλώντας τον να της τη δώσει πίσω. Ο βοσκός δεν το έκανε. Την πήγε σπίτι του και η νεράιδα αναγκάστηκε να τον παντρευτεί αφού δεν μπορούσε αλλιώς να φύγει.

Οι μέρες περνούσαν με την όμορφη νεράιδα να ζητά κάθε μέρα το μαντήλι της.
Μετά από λίγο καιρό του γέννησε ένα παιδί χαμογελαστό σαν τον ήλιο και χλωμό σαν το φεγγάρι. Όσο το παιδί ήταν ακόμα στους πρώτους του μήνες η νεράιδα είπε στο βοσκό:
- Τώρα άντρα μου δώσε μου τη μαντήλα μου γιατί έχω το παιδί και να φύγω δεν μπορώ.
Αφού ο βοσκός την έβαλε να υποσχεθεί τρεις φορές πως δεν θα φύγει από κοντά του της το έδωσε πίσω. Τότε εκείνη το φόρεσε και ξαφνικά εξαφανίστηκε.
Ωστόσω, κάθε βράδυ η νεράιδα πήγαινε στο σπίτι στο χωριό, έμπαινε κρυφά από το παράθυρο, άλλαζε, θήλαζε και νανούριζε το μωρο της, άφηνε τα άπλυτα δίπλα στην κούνια κι έφευγε ξανα. Αυτό γινόταν για πολλές νύχτες. Μια μέρα είπε ο βοσκός στη μάνα του:
- Μάνα, το μωρό το βρίσκω καθαρό, αλλαγμένο, χορτασμένο και ήσυχο και τα άπλυτα τα ρούχα κάτω. Τα βράδια μάλλον έρχεται η καλή μου και τ’αλλάζει.
Και η μάνα του αποκρίθηκε και του λέει:
- Κρύψου στο παραθύρι και όταν μπει πάρε τη μαντήλα της ξανά και αυτή τη φορά ρίξτη στη φωτιά.

Έτσι κι έκανε.
Το βράδυ καθώς έμπαινε για να περιποιηθεί τον καρπό της ο βοσκός πήρε τη μαντήλα της και μπροστά στα μάτια της αγαπημένης του την έκαψε.
- Τώρα θα μείνεις για πάντα μαζί μου.
Όμως...κανένα ξωτικό, νεράιδα ή αερικό δεν μπορεί να μείνει για πάντα φυλακισμένο και δέσμιο...

Η νεράιδα θρηνούσε για μέρες και έκλαιγε με κραυγές μεγάλες, μένοντας μακριά από το δάσος, τις αδερφές της και τα ζώα που τόσο αγαπούσε και για τόσο καιρό ήταν ένα με αυτά.
Απελπισμένη πήγε στο κεντρικό σημείο του χωριού, τραγούδησε ένα απο τα αρχαία τραγούδια των ξωτικών και ήσυχα μετά ξεψύχησε.


Εκεί φύτρωσε ένα πλατάνι που αν ποτέ επισκεφθείτε το χωριό θα το δείτε στην τωρινή πλατεία.
Από τότε το χωριό από Γρεβενό ονομάστηκε Νεράιδα.

9 Σεπτεμβρίου 2010

Η Δροσοστάλαχτη, ο νέος και οι νεράιδες

Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα μακρινό τόπο ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν «Δροσοστάλαχτη». Ήταν ένα πολύ γλυκό κοριτσάκι με μακριά ξανθά μαλλιά και ροδοκόκκινα μάγουλα. Είχε όμως μια μεγάλη διαφορά από τα άλλα παιδάκια της ηλικίας της. Η Δροσοστάλακτη μπορούσε να δει τις νεράιδες που υπήρχαν στο δάσος.
Κάθε απόγευμα πήγαινε να δει τις φίλες της τις νεράιδες. Περνούσε πολύ ομορφα μαζί τους. Της λέγανε ιστορίες από την νεραϊδοχώρα, της εξιστορούσαν παραμύθια που ο χρόνος είχα ξεχάσει και της μάθαιναν τα μυστικά τους. Αλλά και από την πλευρά της η Δροσοστάλακτη έκανε ότι μπορούσε για να τις ευχαριστήσει. Μάζευε την πρωινή πάχνη από το φύλλωμα των δέντρων και τους την πρόσφερε, επειδή ήξερε πόσο τους αρέσει. Τους μετέφερε κι αυτή τις λιγοστές γνώσεις που είχε για τον κόσμο των ανθρώπων.
Έτσι πέρναγαν τα χρόνια και η Δροσοστάλαχτη μεγάλωνε, πάντα συντροφιά με τις φίλες της. Είχε σχεδόν απορρίψει τον ανθρώπινο κόσμο, γιατί είχε δει τον πόνο που της προσέφερε. Προτιμούσε λοιπόν να ζει με τα παραμύθια και τις ιστορίες από τον κόσμο των ξωτικών.
Ώσπου ένα καλοκαίρι έγινε κάτι πρωτόγνωρο. Το κορίτσι το κατάλαβε με το που μπήκε στο δάσος. Πιο πολύ το ένιωσε παρά το είδε.

Κάποιος ήταν στο δάσος. Κάποιος άλλος, ένας ξένος, καθόταν στο ξέφωτο. Φαινόταν σαν να είχε σταθεί να ξαποστάσει. Η Δροσοστάλακτη πλησίασε με προσοχή.
Και τότε τον είδε. Ήταν ένα αγόρι, το ωραιότερο που είχε δει ποτέ. Πλησίασε πιο πολύ και τον κοίταξε. Τα μάτια του είχαν ένα περίεργο, απόκοσμο βλέμμα. Σαν να μην την έβλεπαν. Σαν να ήταν αόρατη. Του μίλησε, αλλά δεν πήρε απόκριση. Τον ακούμπησε, αλλά ο νεαρός δεν αντέδρασε καθόλου. Η Δροσοστάλακτη δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί στον νεαρό. Απόμεινε να τον κοιτάζει. Και ήταν όμορφος, ότι πιο όμορφο είχε αντικρίσει στη ζωή της.
Κάθισε πολλές ώρες δίπλα του. Δίχως να μιλάει, φοβόταν ακόμα και να ανασάνει, μήπως και εξαφανιζόταν ο νεαρός. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και στο ξέφωτο ίσα που έφταναν οι τελευταίες ακτίνες του, κάνοντας την να πιστεύει πως αυτό που βλέπει δεν είναι παρά μια σκιά, ένα όνειρο.
Τότε ήταν που ήρθαν οι φίλες της, οι νεράιδες. Έτρεξε προς το μέρος τους και τους ζήτησε να βοηθήσουν το αγόρι. Να τον βγάλουν από τον αέναο ύπνο του. Εκείνες όμως γέλασαν και της είπαν ότι αυτό ήταν αδύνατο. Ότι τα όμορφα αγόρια που μπαίνουν στο δάσος αυτό παθαίνουν. Οι νεράιδες επειδή ζηλεύουν την ομορφιά τους, τους παίρνουν τα λογικά και τη μιλιά, προκειμένου να μην τους χάσουν ποτέ.
Η Δροσοστάλακτη έκλαψε, ικέτεψε τις νεράιδες να δώσουν πίσω τη ψυχή του στον νεαρό, όμως δεν γινόταν τίποτα. Είχε απελπιστεί, αλλά δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια. Ήταν σίγουρη πως κάποια λύση θα υπήρχε.

Η μεγαλύτερη των νεραϊδών της είπε: «Γιατί νοιάζεσαι τόσο; Δεν είναι παρά μόνο ένας άνθρωπος. Ανήκει κι αυτός στον κόσμο σου. Σε αυτούς που σε πληγώνουν και σε εκμεταλλεύονται. Γιατί λοιπόν ενδιαφέρεσαι να επιστρέψει στον κόσμο σας»;

Η Δροσοστάλακη της αποκρίθηκε αβίαστα: «Είδα στα μάτια του την ευγένεια, ένιωσα την καθαρότητα της ψυχής του. Δεν αξίζει τέτοια τύχη. Πρέπει να τον αφήσετε να επιστρέψει στον ανθρώπινο κόσμο. Εδώ θα είναι δυστυχισμένος. Το πνεύμα του δεν μπορεί να περιοριστεί στην νεραϊδοχώρα».

Η νεράιδα έμεινε αμίλητη και την κοιτούσε σκεπτική. Ύστερα από αρκετή ώρα της απάντησε: «Για να γίνει αυτό που ζητάς, θα πρέπει να μας δώσεις κάτι για αντάλλαγμα». Η κοπέλα την κοίταξε θαρρετά στα μάτια. Ήξερε πως το αντάλλαγμα δεν θα ήταν κάτι μικρό. «Θα κάνω ό,τι χρειάζεται», απάντησε.
«Θέλουμε το όνομά σου, κι ότι αυτό συνεπάγεται», ήρθε η απάντηση από την νεράιδα, «θέλουμε την τρυφερότητα σου, την αγάπη σου για τους άλλους, την ευαισθησία σου. Θέλουμε την ψυχή σου, προκειμένου να δώσουμε πίσω την ψυχή του αγοριού». Η Δροσοστάλακτη δεν δίστασε καθόλου. «Πάρτε ό,τι θέλετε» είπε μόνο.

Από εκείνη τη μέρα κάθε βράδυ ένας πανέμορφος άντρας τριγυρνούσε στο δάσος, ψάχνοντας μια κοπέλα, τόσο όμορφη που έμοιαζε με νεράιδα. Δεν ήξερε το πώς και το γιατί, αλλά ήταν σίγουρος πως η κοπέλα αυτή ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί. Ώσπου ένα βράδυ οι νεράιδες τους λυπήθηκαν, έβλεπαν ότι αυτό που ένωνε αυτούς τους δύο ήταν πιο δυνατό από αυτές.

Έτσι αποφάσισαν και τους έκαναν ξωτικά. Μπήκαν και οι δύο στη νεραϊδοχώρα, προκειμένου η αγάπη τους να ζήσει αιώνια.
Αγνώστου συγγραφέα

25 Αυγούστου 2010

Ο λύκος και η νεράιδα της λίμνης

 Ένα χειμωνιάτικο βράδυ. σε μια λίμνη σκαρφαλωμένη στα βουνά, έφτασε ένας λύκος οδηγημένος από την πείνα και τους περίεργους θορύβους που άκουγε. Αν και λύκος ήταν μοναχικός. Του άρεσε από καιρό σε καιρό να εγκαταλείπει την αγέλη του και να γυρίζει στα βουνά μονάχος , να ανακαλύπτει ομορφιές και να γνωρίζει νέους τόπους.

Είχε ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το φεγγάρι ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης, φωτίζοντας και την γύρω της περιοχή. Τα αστέρια, χλωμά μπροστά στην λάμψη του φεγγαριού, αντανακλούσαν το φως τους σαν παιχνίδισμα στην επιφάνεια του νερού και το έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια, όπου υπήρχε κίνηση. Στην αρχή ο λύκος νόμιζε πως το παιχνίδισμα ήταν που του τράβηξε την προσοχή, κοιτώντας όμως καλύτερα, διέκρινε μικρές σκιές ανάμεσα στις καλαμιές, ενώ στα αυτιά του έφτασε ο ήχος από πνιχτά γέλια.

Περίεργος και επιφυλακτικός πλησίασε προσεκτικά για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Και τότε τις είδε. Νεαρές νεράιδες του γλυκού νερού με ξέπλεκα τα μακριά τους μαλλιά, μαζεμένες σε κύκλο και με τα χέρια πλεγμένα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ήταν ντυμένες με φύλλα και πέταλα λουλουδιών και δέντρων κι έτσι όπως στροβιλιζόταν, θύμιζαν πολύχρωμο μπουκέτο, που ο αέρας έφερνε στην ευαίσθητη μύτη του, το γλυκό και μεθυστικό άρωμά τους. Έμεινε ακίνητος, μαγεμένος από το θέαμα και περίεργος να δει τι θα γίνει στην συνέχεια.

Οι νεραϊδούλες λύνοντας τον κύκλο, άφησαν άτακτα τα λουλουδένια φορέματά τους στις καλαμιές και η μία μετά την άλλη βούτηξαν στα κρύα νερά της λίμνης. Έμεινε να τις κοιτάζει καθώς ξεμάκραιναν, με τα ξανθά, κόκκινα και καστανά μαλλιά τους να επιπλέουν γύρω τους σαν φύκια, ενώ το σεληνόφως ασήμιζε τα φτερά τους. Αυτές κολυμπούσαν βιαστικά, κυνηγώντας η καθεμία , το αντικαθρέφτισμα από ένα διαφορετικό αστέρι και φτάνοντας στο κέντρο του, εξαφανιζόταν από την επιφάνεια του νερού.

Τότε άκουσε το κλάμα. Γύρισε ξαφνιασμένος ψάχνοντας την πηγή του. Στην όχθη της λίμνης, δίπλα στο σωρό με τα λουλουδένια φορέματα, ήταν μια νεράιδα, που έκλαιγε με λυγμούς . Την παρατήρησε και πρόσεξε πως ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ήταν ψηλή και μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν την νύχτα, τα φτερά της ήταν μικρά και το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από τσουκνιδόφυλλα. 

Προσπαθώντας να μην την τρομάξει , πλησίασε αργά και σταθερά προς το μέρος της. Η νεράιδα νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς ίχνος φόβου. Κοιτάζοντας τα μαύρα μάτια της , που έλαμπαν ακόμα από τα δάκρυα, την ρώτησε με απαλή φωνή τι της συμβαίνει και γιατί δεν ακολούθησε τις υπόλοιπες. 

Αυτή προχώρησε και κάθισε στην άκρη της λίμνης βουτώντας τα ξυπόλυτα πόδια της στο νερό. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της. Κοιτώντας προς το φεγγάρι άρχισε να διηγείται με φωνή μονότονη και κουρασμένη πως έχασε το δικαίωμα , που έχουν όλες οι νεράιδες του γλυκού νερού, να ανανεώνεται κάθε πανσέληνο και να μένει άφθαρτη, γιατί επέτρεψε σ’ έναν άνθρωπο να την δει γυμνή, χωρίς να του πάρει ούτε την μιλιά, ούτε την καρδιά , όπως ήταν γραμμένο στους κανόνες των ξωτικών, εδώ και αιώνες.


Ο λύκος την κοίταξε δείχνοντας τα δόντια του, που έλαμψαν και της είπε πως όλες οι αγέλες θέλουν υποτακτικούς και πάντα τους απειλούν με τον χαμένο παράδεισο. «Θέλει δύναμη και παρρησία για να μην συμφωνείς με αυτό που λέει ο αρχηγός, όποιος κι αν είναι αυτός, και να προχωρήσεις μόνος σου. Έχεις τσαγανό, μικρή μου κι αυτό πρέπει οι άλλοι να μάθουν να το υπολογίζουν και να το φοβούνται. Κι όσοι δεν το φοβούνται να το σέβονται».

Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια για μια ατελείωτη στιγμή και βάλανε τα γέλια. Γελούσαν για ώρα πολύ κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ενώ το πρώτο φως της αυγής έβαφε τον ουρανό, ο λύκος την ρώτησε για το περίεργο φόρεμά της. Η νεράιδα του είπε πως το φως του ήλιου θα κάψει τα φτερά της κι ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο. Του ζήτησε να έρθει το επόμενο βράδυ για να του πει την υπόλοιπη ιστορία κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε γρήγορα μακριά.

Η μέρα πέρασε αργά και για τους δύο. Η ελπίδα πως θα νικήσουν την μοναξιά φώλιασε στην καρδιά τους και περίμεναν με αδημονία να δύσει ο ήλιος για να βρεθούν ξανά. Μόλις σουρούπωσε ο λύκος κίνησε για την λίμνη. Πήγαινε αργά προσπαθώντας να μην δείξει την ανυπομονησία του. Η καχύποπτη φύση του τον έκανε να σκέφτεται πως η νεράιδα παίζει κάποιο παιχνίδι και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα αμυνθεί αν τελικά είναι κάποιο κόλπο.

Την βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, που είχαν αποχαιρετιστεί το πρωί. Του χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Τον χάιδεψε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την ζεστασιά του. Ο λύκος έμεινε ακίνητος . Γύρισε το κεφάλι και την δάγκωσε απαλά ζητώντας της να συνεχίσει την ιστορία. 

Του είπε πως οι νεράιδες φτιάχνουν φορέματα με τα λουλούδια και τα φυτά, που ανθίζουν μέσα τους. Ο άνθρωπος , που επέτρεψε να την δει γυμνή, της ζήτησε ένα δώρο. Κι αυτή μην έχοντας τίποτα άλλο να του δώσει, έβγαλε το φόρεμα με τα ροδοπέταλα που φορούσε και του το έδωσε. Αυτός ,ενώ πρόθυμα το δέχτηκε, έφυγε και δεν γύρισε πίσω ποτέ πια. Κι αυτή, το μόνο που βρήκε ψάχνοντας στην καρδιά της για να καλύψει την γύμνια της , ήταν τα τσουκνιδόφυλλα. Αυτό το νέο φόρεμα δεν μπόρεσε να το βγάλει από πάνω της ,όσο κι αν την πονούσε, γιατί είχε κολλήσει στο δέρμα της και ο κήπος της καρδιάς της σταμάτησε να ανθίζει.

Ο λύκος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Της είπε πως θα την βοηθήσει να βγάλει το φόρεμα με τις τσουκνίδες κι άρχισε να τραβάει με τα δόντια του ένα-ένα τα κολλημένα φύλλα. Η γλώσσα του γέμισε φουσκάλες, που τον έτσουζαν και τον πονούσαν, αλλά αυτός συνέχισε να τραβάει αποκαλύπτοντας σταδιακά το γυμνό κορμί της. Η νεράιδα δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν ένιωσε τα δόντια του στην σάρκα της. Ήξερε πως το έκανε για το καλό της. Αλλά δεν παρέλειψε να του χτυπήσει ανάλαφρα την μουσούδα, ώστε να είναι σίγουρη πως δεν θα ξεχαστεί. 

Το ίδιο συνεχίστηκε πολλά βράδια. Κι όσο το κορμί της νεράιδας απελευθερωνόταν από τα πράσινα δεσμά του, τόσο περισσότερο ο λύκος έμενε σιωπηλός. Σταμάτησε να του χτυπάει την μουσούδα και να παίζει μαζί του. Κοιτούσε την εικόνα της στον καθρέφτισμα της λίμνης και μετά στα μάτια του λύκου. Χαμήλωνε αμέσως το βλέμμα κι άρχιζε να του λέει ιστορίες, χωρίς να είναι βέβαιη πια αν την ακούει και μην τολμώντας να τον διακόψει.

Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, τα τσουκνιδόφυλλα τελείωσαν όλα. Η νεράιδα, γυμνή, αλλά χαρούμενη, κοίταξε τον λύκο, τον αγκάλιασε και του είπε να ζητήσει ό,τι θέλει για αμοιβή κι αυτή θα του το έδινε χωρίς σκέψη. Αυτός κοιτώντας την με μάτια αγριεμένα απάντησε πως δεν θέλει τίποτα από αυτήν. Κι ότι ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούνε. Αυτή συγκρατώντας τα δάκριά της του ζήτησε να έρθει για ακόμα ένα βράδυ. «Θέλω να δεις το νέο μου φόρεμα» του είπε «και να με δεις επιτέλους να χορεύω». 

Την άλλη μέρα είχε πανσέληνο, όπως τότε που πρωτογνωριστήκαν. Ο λύκος πήγε στο γνωστό μέρος, αλλά δεν την είδε. Παραξενεμένος κοίταξε γύρω του ψάχνοντας τα ίχνη της. Κοιτώντας προς τις καλαμιές, την είδε. Φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα, φτιαγμένο από χιλιάδες πέταλα παπαρούνων, τον περίμενε κοιτώντας τον μετά από καιρό κατάματα.
Άρχισε να χορεύει κι ενώ στροβιλιζόταν γύρω τόσο γρήγορα, που φάνταζε σαν τρεμάμενη φλόγα, την άκουσε για πρώτη φορά να τραγουδάει. Μαγεμένος κάθισε για να παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση την ειδικά αφιερωμένη σε εκείνον. Κι ενώ ένα χαμόγελο έσκασε μετά από καιρό στα χείλη του, ένιωσε να πέφτει επάνω του ένα υγρό φύλλο.
Την είδε να βγάζει από πάνω της τα κόκκινα πέταλα και να τα πετάει προς το μέρος του χωρίς να σταματάει να χορεύει και να τραγουδάει.
«Για σένα αγάπη μου, κι ας μην τα ζήτησες ποτέ.
Για σένα αγάπη μου, κι ας μην κρατήσεις ούτε ένα.
Για σένα αγάπη μου, κι ας με ξεχάσεις αύριο».

Κι όσο ο σωρός μεγάλωνε κι το σώμα της γυμνωνόταν, άρχισε να βλέπει πως από κάτω είχε άλλα φύλλα, κατακόκκινα κι αυτά. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν τσουκνιδόφυλλα , ποτισμένα στο αίμα.

Ο λύκος δίστασε για μια στιγμή. Και μετά πήδηξε επάνω της να την σταματήσει. Την έριξε κάτω, πάνω στον κόκκινο σωρό και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει με τα πόδια και τα δόντια του. Κι ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στη γη , έμεινε λαχανιασμένος να την κοιτάει. 

Τα φτερά της νεράιδας κάηκαν στην στιγμή αφήνοντας στο έδαφος ένα σημάδι σαν πρωινή πάχνη. Οι πληγές στο κορμί της έκλεισαν. Κι ενώ οι ματιές τους αντάμωναν ξανά , το σώμα της τυλίχτηκε με άσπρα ροδοπέταλα. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο, πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στον μυρωμένο της λαιμό. 

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Κάποιοι παρατηρητές παρακολουθώντας έναν μοναχικό λύκο, οδηγήθηκαν σε μια απομονωνόμενη λίμνη. Τον είδαν να πηγαίνει στις καλαμιές και τον ακολούθησαν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από παπαρούνες κι έτσι όπως γύρισε να τους κοιτάξει, είδαν πως στο στέρνο του είχε ένα περίεργο άσπρο σημάδι, που θύμιζε τριαντάφυλλο…


Από τα παραμύθια της Φωτεινής

10 Αυγούστου 2010

Η νεράιδα της λίμνης Κουρνά

Ένας Θρύλος που εξιστορεί για τη βασιλοπούλα που έγινε νεράιδα και χάθηκε για πάντα σε μια λιμνοθάλασσα όπως ήτανε άλλωστε η «προσταγή» της ….


Κάποτε λοιπόν στο μέρος που υπάρχει σήμερα η λίμνη Κουρνά , υπήρχε μία ολόκληρη πολιτεία . Οι άνθρωποι ζούσαν στα χρόνια εκείνα ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Τα σπίτια τους έμοιαζαν με αρχοντικά , τα γέλια των παιδιών και τα τραγούδια των νέων ακούγονταν στις πλατείες και στους δρόμους. Μια πεντάμορφη κοπέλα ζούσε σε εκείνο το χωριό. Το χωριό την είχε σε καμάρι του , μια και όμοιά της δεν υπήρχε πουθενά . Είχε μία παράξενη έλξη επάνω της , έλεγες ότι ίσως και να ήταν η ίδια η θεά της ομορφιάς .

Πολλοί είχαν μάθει γι αυτή την όμορφη κόρη και θέλησαν να τη γνωρίσουν , να τη χαιρετήσουν , και να θαυμάσουν από κοντά την ομορφιά που δεν μπορούσαν τα χείλη να πούνε με λόγια . Μα το παράξενο ήταν , όποιος γνώριζε αυτή τη πανώρια κόρη , λησμονούσε το τόπο του , λησμονούσε τη καταγωγή του , λησμονούσε τους φίλους και τους γονείς του , και θεωρούτανε μαγεμένος από δαύτη την ομορφιά .

Κάποτε η κόρη θέλησε να ταξιδέψει , και να γνωρίσει κι άλλους τόπους , κι άλλα μέρη. Όλο το χωριό βυθίστηκε στο πένθος λέγοντας της να μείνει , μα η κόρη δεν δέχτηκε . Τους υποσχέθηκε όμως ότι θα γυρίσει σύντομα κοντά τους . Οι κάτοικοι όμως δεν την πίστεψαν κι έτσι αποφάσισαν να τη συνοδέψει κάποιος για να πάρουν μετά το δρόμο του γυρισμού μαζί. Έτσι κι έγινε .

Έφτασε λοιπόν η μέρα του αποχωρισμού και όλοι οι κάτοικοι μαζεύτηκαν για να χαιρετήσουν τη πανώρια κόρη .

Ήρθε η ώρα κι η στιγμή που η πανώρια κόρη μαζί με ένα κάτοικο του χωριού είχαν ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι . Βάδιζαν αργά στο δρόμο αμίλητοι , ενώ η κόρη παρατηρούσε με μανία και θαυμασμό τις ομορφιές που έβλεπε για πρώτη φορά . Λίγο πιο έξω από το χωριό , ήταν μια πηγή . Αποφάσισαν να καθίσουν να ξεκουραστούν , μια και ο δρόμος ήταν ανηφορικός και δύσκολος . Ο γέρος συνοδός της σηκώθηκε κάποια στιγμή και της πρότεινε να συνεχίσουν αλλά η κόρη τον παρακάλεσε να καθίσουν λίγο για να προλάβει να πλυθεί και να χτενιστεί .

Η κόρη άρχισε να ξεπλέκει τα κατάξανθα μαλλιά της . Μα έτσι καθώς τα ξέπλεξε και χύθηκαν πάνω στους ώμους της στο φώς , θαρρείς πως έπεσε χρυσάφι στα μάτια του γέρου συνοδού της . Τα μάτια του θόλωσαν και άρχισε να βλέπει την πανώρια κόρη με «κακό μάτι» . Ένα μάτι όχι αγάπης και καλοσύνης όπως έκανε άλλες φορές , αλλά ένα μάτι ύπουλο , σαν θηρίο ανήμερο που ήταν έτοιμο να τη κατασπαράξει .

Η κόρη φοβήθηκε με την αντίδραση του γέρου συνοδού της και πριν προλάβει να την πλησιάσει και να κινηθεί προς το μέρος της , η πανώρια κόρη άρχισε να φωνάζει με κλάματα και λυγμούς είπε σπαραχτικά :
«Βούλα και βουλόλιμνα κι εγώ στοιχειό στη λίμνα»

Τη στιγμή εκείνη όλος ο τόπος βούλιαξε κι έγινε λίμνη . Ενώ η κόρη έγινε νεράιδα . Κάποιοι , λένε ότι την έχουν δει , στη μέση της λίμνης , να πλένεται να λούζεται δίπλα σε μια πηγή. Άλλοι λένε πως όποιος πιστεύει στο Θρύλο μπορεί και τη βλέπει και νύχτα , να γλιστράει στα γυάλινα νερά , να κολυμπάει να λούζει τα κατάξανθα μαλλιά της , να πλημμυρίζουν τα νερά της λίμνης με φώς ……….

Μονάχα όταν ο άνεμος φουσκώνει τα νερά της λίμνης , και γίνονται ορμητικά και άγρια τότε μόνο η κόρη κάθεται στα βαθιά και πλέκει , γνέθει , υφαίνει στον αργαλειό της , σιγομιλάει μόνη της , τραγουδάει περίλυπα τραγούδια , πολλές φορές κλαίει για την μοίρα που διάλεξε η ίδια ……..
Πολλές φορές οι κάτοικοι , βλέπουν πάνω στη λίμνη σαν να πέφτουν στάλες βροχής , χωρίς να βρέχει …. Λένε πως είναι τα δάκρυα της νεράιδας …… Ποιος ξέρει όμως άραγε…..

Λίμνη του Κουρνά στα Χανιά

7 Αυγούστου 2010

ΑνΑκΑλΥπΤοΝτΑς ...Ενεργειακές Τέχνες

Άρθρο της: Λιάνας Τελειώνη 
(Reconnective Healing and The Reconnection Practitioner)

Η Εμπειρία της Επανασύνδεσης.
The Reconnection

H Eπανασύνδεση του δρ. Έρικ Περλ, είναι μια ενεργειακή θεραπευτική εξισορρόπηση, που γίνεται μια φορά στη ζωή μας.

Μας επανασυνδέει με την ολότητα του σύμπαντος και με την ολότητα της ύπαρξης μας. Η θεραπεία που μεταδίδεται μέσω της ενέργειας, απομακρύνει κάθε εμπόδιο ή παρεμβολή που μας κρατάει χωριστά από την τελειότητα του σύμπαντος, ενώ ταυτόχρονα αφορά την εξέλιξη μας.

Η ανθρωπότητα έχει αποσυνδεθεί από τις ενεργειακές γραμμές που μας συντονίζουν με το σώμα μας, τα ενεργειακά πεδία των άλλων, τους μεσημβρινούς του πλανήτη και το ενεργειακό δικτύωμα του σύμπαντος. Όταν υπάρχει αυτός ο συντονισμός, αυτή η ολότητα, έρχεται η πραγματική, εξελικτική θεραπεία.

Ευτυχώς βρισκόμαστε σε μια περίοδο στην ιστορία της Γης, που παρατηρείτε στην ανθρώπινη συνείδηση μια επιστροφή στην αυθεντική μας αίσθηση. Αυτή την αναζήτηση έρχεται να υποστηρίξει η κβαντική φυσική, η οποία αποκαλύπτει τις απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπου πάνω στην ύλη και την ενέργεια, φτάνοντας στα πιο βαθιά επίπεδα της ύπαρξης του.

Η Επανασύνδεση, μας πηγαίνει πίσω, στις εσωτερικές μας αναμνήσεις και μας ενώνει μα την αυθεντική αίσθηση της βαθιάς μας σύνδεσης με τη ζωή. Ταυτόχρονα πάμε μπροστά σε κάτι νέο. Από αυτή την ολότητα έρχεται η πραγματική εξελικτική θεραπεία.
Σκοπός της δεν είναι μόνο η θεραπεία αλλά η εναρμόνηση σώματος-νου-πνεύματος, και η εξέλιξή μας.

Φωτίζει το προσωπικό μας μονοπάτι και μας οδηγεί στο σκοπό της ζωής μας.

Η Επανασύνδεση, επανασυνδέει τους μεσημβρινούς του σώματος μας μεταξύ τους, με τα ενεργειακά πεδία των άλλων γύρω μας, ταυτόχρονα με τους μεσημβρινούς της Γης, και από εκεί με το ενεργειακό δικτύωμα του σύμπαντος. Η Επανασύνδεση αυτή δημιουργεί νέους άξονες, οι οποίοι είναι μέρος ενός συστήματος παράλληλων διαστάσεων που λειτουργεί σε κύκλους και αντλούν τη βασική ενέργεια για την ανανέωση του σώματος σε επίπεδο DNA.

Το αποτέλεσμα είναι η ελεύθερη ανταλλαγή πληροφοριών και φωτός. Βοηθάει στην ευρύτερη θεραπεία, και την εξέλιξη μας. Γινόμαστε πιο ευέλικτοι στις αλλαγές, πιο συντονισμένοι με τις πλανητικές ενέργειες. Ανθίζει η διαίσθηση μας, ερχόμαστε σε επαφή με υψηλές μορφές ύπαρξης, διευρύνοντας την αντίληψη και τη συνειδητότητα μας.

Ανοίγει νέους δρόμους και τρόπους, μας «σπρώχνει» να είμαστε σε σύνδεση με τον αληθινό θεικό εαυτό μας, να μένουμε στο κέντρο μας.
Βοηθάει οτιδήποτε άλλο κάνουμε, ανεβάζοντας τις δονήσεις μας στα υψηλότερα επίπεδα.

Πολλοί θεραπευτές, αλλά και δάσκαλοι από διάφορες εναλλακτικές θεραπείες, κάνουν την Επανασύνδεση, για δική τους ενδυνάμωση, βοηθώντας έτσι, τόσο τον εαυτό τους, όσο και το περιβάλλον τους!

Είναι καλό - χωρίς να είναι απαραίτητο- να γίνονται 1-3 Επανασυνδετικές Θεραπείες πριν την Επανασύνδεση, αφού προετοιμάζουν το σώμα, το νου και το πνεύμα, για τη σημαντική αυτή διαδικασία.

Kάποιες φορές μας δείχνονται νέοι δρόμοι, κάποιες φορές έχουμε τη δύναμη να τους ακολουθήσουμε!
Δρ. Έρικ Περλ

Ο δρ Έρικ Περλ εγκατέλειψε την επιτυχημένη καριέρα του ως οστεοπαθητικός και ξεκίνησε μια πολύχρονη έρευνα για να εξηγήσει και να καταλάβει αυτή την νέα ενέργεια. Έγινε υποκείμενο μελέτης σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα όπως το UCLA, το πανεπιστήμιο της Μινεσότα και της Αριζόνα. Έγκριτες εφημερίδες και περιοδικά όπως οι New York Times έχουν αναφερθεί στο έργο και τη φιλοσοφία του.

Τα τελευταία χρόνια ταξιδεύει 40 εβδομάδες το χρόνο σε όλο τον κόσμο μεταδίδοντας και διδάσκοντας τις πληροφορίες της θεραπευτικής Επανασυνδετικής διαδικασίας. Μέχρι σήμερα έχει διδάξει 30.000 θεραπευτές σε 40 χώρες. Στην Ελλάδα δίδαξε την Επανασυνδετική Θεραπεία και την Επανασύνδεση για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2007. Μέχρι τώρα είναι ο μόνος αρμόδιος για να προσφέρει εκπαίδευση του Reconnective Healing και του Reconnection.

Ο δρ Έρικ Περλ πιστεύει, ότι οι άνθρωποι ανήκουν σε μία από τις εξής τρεις κατηγορίες: αυτούς που δεν πιστεύουν σε τίποτα πέρα από τις βασικές τους πέντε αισθήσεις, αυτούς που είναι ανοιχτοί στην πιθανότητα να υπάρχει κάτι πέρα από τις αισθήσεις, κι αυτούς που πιστεύουν οριστικά ότι υπάρχει κάτι παραπάνω.
Τον εαυτό του τον τοποθετεί σε μία τέταρτη και μικρότερη κατηγορία: αυτούς που γνωρίζουν ότι υπάρχει κάτι παραπέρα…

2 Αυγούστου 2010

Η νεράιδα της Μάνης

του Γιώργου Φτέρη




     Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης μπαίνοντας από το τυροκομείο στο σπίτι, άρπαξε ένα σκαμνί κι έκατσε κοντά στο σοφρά που τούχε στρωμένον η μάνα του.
 -"Ν' ανάψω το φως;" τον ρώτησε κείνη. "Σκοτίδιασε"!

    Δεν της αποκρίθη. Αλλά η μάνα ήξερε τα χούγια του γιού της. 'Αμα δεν της αποκρινόταν της έδινε συγκατάθεση. Έτσι κι ο πατέρας του, έτσι κι ο πάππος του, δεν τόχαν εύκολο το "ναι" σα να ντρεπόντανε, από περηφάνεια. 'Αγγιξε με την άκρη του μαύρου τσεμπεριού το βλέφαρό της, όπως έκανε πάντα, σα να δάκρυζε, κάθε φορά που θυμότανε τους πεθαμένους, τους αραχνιασμένους ανθρώπους. Έπειτα πέρασε στη φωτογωνιά, άναψε το λυχνάρι, το γέμισε λάδι με το ρογί και του τόφερε. Η μικρή χρυσή φλόγα του φώτισε την πεντάλφα του λυχνοστάτη, το αμπάρι που ήταν γεμάτο λούπινα και καρπό, την κόρδα με τα κρεμμύδια και το πρόσωπο του Μαυρομιχάλη με τις άγριες μουστάκες, που τις έδενε πίσω από το ριζάφτι, σαν το Σκυλογιάννη. Η μάνα έβαλε το ψωμί, το φαΐ, το σκαμνί το δικό της κι αρχίσανε να τρώνε. 'Αξαφνα ο Μαυρομιχάλης χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο σοφρά:


 -"Δε μπορώ να καταλάβω", είπε με θυμό, "ποιος βρήκε το κουράγιο να μπει στο τυροκομείο το δικό μου! για να κλέψει τυρί. Και δεν είναι για το τυρί. Τυρί έχομε, απ' όλα έχομε, μπερκέτι. Δεν το σηκώνω όμως να με κλέβουν, να πατάνε το σπίτι μου". Γύρισε προς τη μάνα του και τη ρώτησε: "Ποιός νάναι";
 -"Τήγαρι ξέρω κι εγώ"!
 -"Από πότε κλέβουνε";
 -"Πάνε δυο μέρες και καρτέραγα να γυρίσεις από το βουνό με το κοπάδι για να στο πω". Ο άντρας έβγαλε το συμπέρασμα:
 -"Εδώ μέσα μπαίνει άνθρωπος ξένος", φώναξε απότομα, φοβεριστά, "αλλά που θα μου πάει! Θα τον πιάσω κι ας είναι και βρυκόλακας..."
     Οι δαχτυλάρες του Γιώργη του Μαυρομιχάλη παίξανε σα νάδραξαν, σα νάσφιξαν ανθρώπινο σβέρκο, ανθρώπινο καρίτζαφλα. Έπειτα ησύχασε λίγο. Μάνα και γιος ξανάρχισαν να τρώνε, να μιλάνε τρώγοντας. Είπανε για ένα βασιλικό καράβι -εγγλέζικο θάταν- που πέρασε ανοιχτά από τον Κάβο Γκρόσο. Οι Μεσομανιάτες δε χορταίνανε να το βλέπουν, ώσπου σκαπέτισε, χάθηκε πέρα στο πέλαγος. Στο Μεζάπο μάλιστα κουβεντιάστηκε πολυ και το ρεσάλτο. Είπανε να του ριχτούνε ξαφνικά του ξένου καραβιού και να το κουρσέψουνε, αλλά μετανιώσανε την τελευταία στιγμή.
 -"Δε θάχανε μπατσέρα για κούρσο!" είπε χαμογελώντας η μάνα, που τάξερε αυτά από τα παληά χρόνια, από τα νειάτα της. Και θυμήθηκε τα τραγούδια του φόβου, όπως τον ένοιωθαν τότε οι καπεταναίοι των ξένων καραβιών, κάθε φορά που ζυγώνανε τα βράχια της Μάνης:

Από τον Κάβο Ματαπά
σαράντα μίλια αλαργινά
κι από τον Κάβο Γκρόσο
σαράντα κι άλλο τόσο.

     Είπαν ύστερα για τον Αναστάση και για τον γιο του, που ο πρώτος είχε χτυπηθεί βαρειά στο κεφάλι κι ο δεύτερος ξέσκουρα στο βυζί. Τα μαντάτα τάχε φέρει ο Καλαπόθος, ο Τρικούτελος, από τη Μελτίνη, όπου κατεβήκανε οι Μπαρδουνιώτες, οι Τουρκαρβανίτες, για να πατήσουν τη Στροτζά, να κάψουνε τα μπαρούτια της. Η Μαυρομιχάλαινα σταυροκοπήθηκε, γυρίζοντας το μελαψό της πρόσωπο κατά την Ανατολή. Μάνα και γιος σωπάσανε για λίγο.
 -"Ας είναι καλά η Μάνη!" είπε ο γιος χτυπώντας το σοφρά με τη χερούκλα του. "Ας είναι καλά οι πέτρες, τα κοτρώνια της Μάνης και τα στριγγλολάγκαδα. Ακούς γρηά; Αυτά νάναι καλά και να βρίσκουμε μπαρουτόβολο για τις μπάλλες. Και λίγη ξεροκαυκάλα για φαΐ. Τίποτ' άλλο δε θέλομε. Κι από τον Πενταδαχτυλιά κι εδώθε ο Τούρκος δε θα ρίξει ρίζα ποτέ, όπως δεν έρριξε ως τώρα. Σου το δίνω γραφτό". Η μάνα μαζεύτηκε, μίκρηνε, ακούγοντάς τον. Ο Μαυρομιχάλης ανασηκώθηκε μονομιάς και καθώς ήτανε ψηλός η κούτρα του σα ν' ακούμπησε τη κορφή της κάμαρας, σα ν' άγγιξε το μεσοδόκι. "Αύριο" είπε βγαίνοντας από την πόρτα, "θα μείνω εγώ στο σπίτι και θα πας εσύ με το κοπαδι στο βουνό. Τον κλέφτη που μου παίρνει το τυρί, πρέπει να τον πιάσω".
 -"Όπως θέλεις γιε μου", ψιθύρισε η μάνα του. "Εσύ είσ' ο κάπος".
     Ήταν καλοκαίρι κι ο γιος πήγε και ξάπλωσε στο λιακό, εκεί που ξεραίνανε τα σύκα. Όλα φουρφουλίζανε γύρω-γύρω, όπως κάνουν τα δέντρα τη νύχτα, όπως κάνουν τα νερά. Ο αέρας φυσούσε δροσερός, ο θαλασσινός από τα Μοθοκόρωνα, ο στεριανός από τη μεριά του λαγκαδιού, ανάμεσα στο Κάστρο της Κελεφάς και το Βοίτυλο, κει που κοιμάται ο δράκος, ο Κάκαβος με τα φλουριά γεμάτος. Το φεγγάρι έλαμπε απάνου από την Τσίμοβα, στο Κουσκούνι, φωτίζοντας όλο το μεγάλο διάσελο, από τη Σαγγιά ως τη Μέσα Μάνη, ως εκεί που η στερνή πέτρινη καταβολάδα του Ταΰγετου πέφτει, στ' αρμυρό νερό, περνώντας ανάμεσα Μαρινάρι και Πόρτο Κάγιο. Στο πεζούλι, τα μικρά παιδιά από τα γύρω λιγοστά και σκόρπια σπίτια, παρακαλούσαν, όπως γινότανε πάντα το καλοκαίρι με το φεγγάρι, τη Μαυρομιχάλαινα:
 -"Για πες μας, για τη κουρμαδιά και για τις Νεράιδες. Πως έγινε; Που ήταν η βάρκα";
 -"Να, καρσί μας ήτανε. Εκεί που πάει να στρίψει ο δρόμος του Λιμενιού για ν' αγναντέψει το Καραβοστάσι. Στο ψήλωμα, στο μοναστήρι, εζούσε ένας καλόγερας. Κι από το μοναστήρι κατέβαινε πότε-πότε, τη νύχτα στη θάλασσα για να ρίξει τα παραγάδια. Μια τέτοια νύχτα ήρθαν οι Νεράιδες και τον πήρανε".
 -"Από που ήρθαν, κυρά";
 -"Από τα μέρη της Μπαρμπαριάς. Αποκεί έρχονται στον τόπο μας οι Νεράιδες".
 -"Κι ήταν πολλές";
 -"Τρεις. Η μια καλλίτερη από την άλλη, λουσοχτενισμένες κι οι τρεις, λιγνές, με τα χρυσά τους πασουμάκια και με τις μεγάλες άσπρες μπαμπακέλες τους, που παίζανε με τον αέρα. Η καθεμιά βάσταγε ένα κόκκινο περιστέρι στα χέρια, δικέφαλο".
 -"Με δυο κεφάλια, κυρά";
 -"Με δυο κεφάλια".
 -"Και κόκκινο";
 -"Κόκκινο, μπουγαζί, του Τρισκατάρατου, του Οξαποδώ".
 -"Και τον καλόγερα τι τον κάμανε, κυρά; Του πήρανε τη φωνή του";
 -"Όχι. Δεν του κάμανε κακό. Μια είπε στην αρχή, να τον σηκώσουν από τις αμασκάλες και να τον πετάξουν στο γιαλό. Αλλά οι δυο άλλες τον ελυπήθηκαν. Λύσαν το παλαμάρι κι εβγήκαν στ' ανοιχτά. Τράβηξαν κάτω, για την Καραβόπετρα κι έπειτα άλλαξαν ρότα, πέρασαν έξω από το Βενέτικο κι έβαλαν πλώρη για το κανάλι της Μάλτας".
 -"Και τι κάμαν οι Νεράιδες, κυρά";
 -"Η μια, η πιο μεγάλη, έπαιζε το λαβούτο της κι οι άλλες δυο, οι πιο μικρές χορεύανε και τραγουδούσανε όλη τη νύχτα. Ώσπου βγήκε τ' άστρι που διώχνει τα στοιχειά, ο αημερινός και γυρίσανε πάλι στο Λιμένι, στα Μαυρομιχαλιάνικα. Ξαναδέσανε το παλαμάρι στα βράχια και σε λίγο χαθήκαν με τα περιστέρια τους, γινήκανε καπνός".
 -"Κι ο καλόγερας";
 -"Έτριψε τα μάτια του, νομίζοντας πως καταφυγγιάστηκε, πως τάδε όλα στ' όνειρό του. Αλλά μες στη βάρκα βρήκε πούπουλα κόκκινα και κάτω από τα πούπουλα ένα παράξενο κουκούτσι. Τρόμαξε. Τα πούπουλα τα σκόρπισε στη θάλασσα και το κουκούτσι το πέταξε στην ανηφοριά. Αυτό το κουκούτσι είναι ο ψηλότερος κουρμάς που βλέπουμε στον τόπο μας, χρόνια και χρόνια".
 -"Ο πάππος μου", λέει ένας μικρός, "έχει ακουστά πως βγήκανε κουρσάροι στα βράχια μας κι είχανε και κουρμάδες μαζί τους. Κι ένα από τα κουκούτσια π' αφήσανε στο κολατσιό τους, φύτρωσε, ψήλωσε, έγινε ο κουρμάς του Λιμενιού".
 -"Τα ξέρω", είπε η Μαυρομιχάλαινα θυμωμένη, "κουρσάροι ήρθανε πολλές φορές στον τόπο μας από τη Μπαρμπαριά. Αλλά τον κουρμά τον έφεραν οι Νεράιδες..."
     Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης, δεν πήγε με το κοπάδι το άλλο πρωΐ, έστειλε στο βουνό τη μάνα του κι εκείνος έμεινε να φυλά καραούλι να πιάσει τον κλέφτη του μαντριού. Τίποτα δε φαινότανε και καθώς η ώρα προχωρούσε, γλαρώθηκε στη θέσι του. 'Αξαφνα άκουσε ανάμεσα στα βράχια τσάχαλα, πατημασιές. Με το δεξί του χέρι έπιασε την πιστόλα, το γαργάλι της πιστόλας και περίμενε. Αλλά το χέρι του πάγωσε μονομιάς, γιατί εκείνο που πρόβαλε σε λίγο δεν ήταν άνθρωπος. Ήτανε Νεράιδα. Ταμπουρώθηκε κάπου και με το μάτι περίμενε να την ξεχωρίσει πιο καλά. Η Νεράιδα πέρασε από μπροστά του κι αντίς να του πάρει τη μιλιά του χαμογέλασε κι ο άντρας με το αίμα του, με τα ψαχνά του, με τα κόκκαλά του, κατάλαβε πως ήταν γυναίκα, γλυκειά γυναίκα. Τη σήκωσε με τα χοντρά του χέρια, την πήρε και την έφερε ζαλισμένος στο σπίτι του, όπου την απόθεσε απάνου στη μεγάλη κασέλλα με την αντρομίδα και τα φαντά. Δεν ήξερε να του μιλάει, να του αποκρένεται. Ήξερε μόνο να του χαμογελά κι ο Μαυρομιχάλης δεν ήθελε τίποτ' άλλο για να την κάμει δικιά του, για να σκύψει απάνου της και να τη ρουφήξει, όπως ρουφάνε οι διψασμένοι στον αυλό της βρύσης το νερό.
     Αυτή η νια πόμοιαζε με μαλαματόβεργα, ανέβαινε από τα βράχια στο τυροκομείο κι έπαιρνε το τυρί. Δεν είχε τίποτ' άλλο για να ζήσει. Τη πήρε γυναίκα του, έκανε μαζί της πολλά παιδιά κι η Νεράιδα του Γιώργη του Μαυρομιχάλη, όπως τη λέγανε σ' όλα τα χωριά, ρίζωσε και γίνηκε Μανιάτισσα.
     Λένε, πως ήτανε κάποια βασιλοπούλα, κάποια πριγκηπέσσα από την Ιταλία, από τη Φραγκιά, που επειδή έπεσε σε μεγάλο κρίμα, έδωσε διάτα ο πατέρας της να τη σκοτώσουνε. Αλλά η μάνα της, που πονούσε το σπλάχνο της, δεν άφισε να γίνει κρίμα. Την έβαλε σ' ένα καράβι κι είπε στον καπετάνιο να την αφήσει στο πιο ξερό, στο πιο γυμνό, στο πιο έρημο μέρος που υπάρχει στη Μεσόγειο κι ο καπετάνιος την άφησε στα βράχια της Μάνης.
     Ύστερα από χρόνια, ο πατέρας της, πεθαίνοντας, ένιωσε βάρος στη συνείδησή του γιατί εσκότωσε την κόρη του. Αλλά η μητέρα τον ξαλάφρωσε αποκαλύπτοντας το μυστικό της, τούπε πως την έστειλε με καράβι μακρυά, από κείνα τα χρόνια. Την αναζητήσανε, στείλανε νέο καράβι στη Μάνη κι όταν τη βρήκανε, της είπαν να ξαναγυρίσει στον πατέρα της, που την είχε συχωρέσει, που πρόσμενε τη συχώρεσή της κι αυτός.
     Τη συχώρεση του την έστειλε, αλλά δε γύρισε, δε θέλησε να γυρίσει στον τόπο της γιατί είχε πια δεθεί με τον τόπο του αντρός της. Σ' αυτή τη γυναίκα, στο αίμα αυτής της γυναίκας, λένε πως χρωστούν οι Μαυρομιχαλαίοι την ομορφιά της ράτσας τους.

"Τη θύμηση της Μάνης,
της πέτρας και του αέρα της Μάνης,
θα τη παίρνω πάντα μαζί μου όπου πηγαίνω.
Σαν φυλαχτό..."